Πόσες σκέψεις τριβελίζουν καθημερινά το μυαλό μας; Ο καθένας μας με τη δική του ιστορία, με το δικό του άγχος για τ’ αύριο. Πόσα ερωτηματικά και πόσες κενές απαντήσεις. Μία κοινή ανάγκη μόνο γι’ ανακούφιση. Μια ανάγκη να βρεθεί ένας άνθρωπος να του μιλήσεις, ν’ ανοιχτείς, να του πεις ό,τι σε βασανίζει ό,τι σε πονάει και σου τρώει την καθημερινότητα. Ποιος όμως;

Η αλήθεια είναι ότι στη ζωή μας περιτριγυριζόμαστε καθημερινά από χιλιάδες ανθρώπους, ίσως και περισσότερους, αν κάτσεις και τους μετρήσεις. Με λίγους όμως, ελάχιστους απ’ αυτούς κρατάμε στενή επαφή. Τους φίλους, τους κολλητούς μας όπως αποκαλούμε τους πιο στενούς απ’ αυτούς, την εκάστοτε σχέση μας και τους γονείς μας. Κανείς απ’ αυτούς όμως δεν μπορεί να ‘ναι πάντα αυτός ο άνθρωπος που θα θες να του πεις τόσα πολλά, για να σε βοηθήσει ν’ απαλλαχτείς απ’ αυτό το βάρος.

Μη με παρεξηγείτε, δεν εννοώ πως αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να βοηθήσουν ή δε θα ‘ναι εκεί όταν θα τους χρειαστούμε. Δεν είναι απλώς οι κατάλληλοι κάθε φορά γι’αυτόν το σκοπό. Φυσικά και θα ‘ναι εκεί σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μας, σε κάθε χαρά και λύπη, στις έκτακτες ανάγκες, αλλά δεν είν’ αυτοί που επιζητάμε πάντα. Γιατί, ακριβώς επειδή είναι οι πιο στενοί μας άνθρωποι, επειδή μας ξέρουν κι έχουν το δικαίωμα να μας λένε κάποια πράγματα με τ’ όνομά τους, είν’ αυτοί που θα μας κρίνουν πρώτοι.

Και τότε, λοιπόν, βρίσκεται αυτός ο άγνωστος που θα μας ακούσει και δε θα μας κρίνει. Κάτι σαν ψυχολόγος μας, μόνο που δε θα χρειαστεί να πληρώσουμε ένα κάρο χρήματα για να μας ακούσει. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο θ’ ανοίξουμε την ψυχή μας. Θα του πούμε ό,τι μας απασχολεί, τις πιο βαθιές σκέψεις του μυαλού μας που δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε. Δε θα χρειάζεται να ψιθυρίζουμε, να ντρεπόμαστε ή να φοβόμαστε, γιατί δε θα μας κρίνει, αλλά θα μας ακούσει ως το τελευταίο λεπτό.

Γιατί θα το κάνει αυτό; Γιατί κι αυτός έχει την ίδια ανάγκη. Έχει την ανάγκη να μιλήσει. Να πει ό,τι τον βασανίζει και φοβάται να πει δυνατά. Γιατί πολλές φορές δεν έχουμε ανάγκη να μας πουν τι να κάνουμε, ξέρουμε ποιο είναι το σωστό και τι οφείλουμε να κάνουμε. Έχουμε απλώς την ανάγκη να βρούμε έναν ακροατή. Έναν ακροατή άγνωστο, που μετά απ’ ό,τι ακούσει θα φύγει μακριά σαν να μην έγινε τίποτα. Κι ό,τι είπαμε θα μείνει μεταξύ μας, ανάμεσα σε μας και τη στιγμή.

Πόσες φορές δεν έχετε βρεθεί στην ανάγκη να τρέξετε μακριά από σχέσεις, φίλους και γονείς και να βρεθείτε σ’ ένα ξύλινο παγκάκι, ας πούμε. Σ’ ένα πάρκο ήρεμο κι εκεί να βρείτε αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο να κάθεται και να σας περιμένει. Ίσως, βέβαια, περιμένει κι αυτός έναν αγνωστο για να μιλήσει κι είστε εσείς που θα πάρετε αυτήν την άδεια θέση.

Εσύ, λοιπόν, ξένε, άγνωστε της ζωής μου, μην κρύβεσαι. Είμαι κι εγώ εδώ για να σ’ ακούσω, για να μου μιλήσεις. Είσαι σημαντικός για τη ζωή μου. Είσαι μέρος της. Θέλω κι εγώ να σε βρίσκω πού και πού για να μιλάμε. Να σου μιλάω για τα προβλήματά μου ή για ν’ ακούω και σένα. Θα μου κάνει καλό ακόμη κι αυτό. Θα με κάνει να ξεφύγω απ’ τα δικά μου προβήματα, απ’ τα δικά μου άγχη, απ’ το δικό μου τρένο της ζωής που καθημερινά σφυρίζει δυνατά, χωρίς σταματημό, άλλοτε χαρούμενα κι άλλοτε λυπημένα.

Κάτι τελευταίο άγνωστε της ζωής μου. Θα ‘θελα να σου πω, είτε είσαι μακριά μου έιτε κοντά, ότι σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ για τις φορές που σε συνάντησα και μ’ άκουσες, που μ’ απάλλαξες για λίγο απ’ τον πόνο, σ’ ευχαριστώ που μοιράστηκες μαζί μου τα δικά σου κι ας μη με ξέρεις. Εγώ θέλω να ξέρεις πως χάρηκα με τη χαρά σου και λυπήθηκα με τη δυστυχία σου. Πάντα θα σε θυμάμαι άγνωστε της ζωής μου!

 

Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Τσομόρα: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Στέλλα Τσομόρα