Χτυπάει το τηλέφωνο. Η φωνή κάτι παραπάνω από οικεία. Πάλι κάποιος φίλος σου προτείνει να βγείτε. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, το μαλλί δε στρώνει, τα ρούχα δεν εφαρμόζουν, το βλέμμα προδίδει βαρεμάρα κι αϋπνία. Κοιτάζεις το ρολόι σου. «Άσε μας παιδάκι μου βραδιάτικα, πού να τρέχουμε, δεν προλαβαίνω». Βαριέσαι να βάλεις αυτό το χάλι σε τάξη, άσε που σε πνίγει κι η κούραση. Άλλη φορά. Αύριο, του χρόνου, όποτε.

Οι φίλοι σου όμως δεν είναι χαζοί. Έχουν αρχίσει ήδη τα παρακάλια. Σου λένε πως έχουν τόσο καιρό να σε δουν, σε πεθύμησαν μωρέ, έχουν να σου πουν ένα σωρό νέα, θέλουν τη συμβουλή σου, θέλουν να γιορτάσετε κάτι κι άλλα τέτοια χαριτωμένα μέχρι να σε πιάσουν στο φιλότιμο. Κι αν δεν πιάσουν όλα αυτά, το φιλότιμο αναπόφευκτα εξελίσσεται σε στυγνό εκβιασμό. Αν δεν αποφασίσεις να ξεμουχλιάσεις ξέχασέ τους, πρέπει να βρεις καινούριους φίλους κι άλλα τέτοια αιμοβόρικα.

Κι ενώ ετοιμαζόσουν να περάσεις ένα ακόμα βράδυ μπροστά στον υπολογιστή, κάνοντας μαραθώνιο Game of Thrones, αγκαλιά με μια πεισματική άρνηση να μπεις στον κόπο να τους κάνεις τη χάρη, κάτι μέσα σου αρχίζει να κλωτσάει κι η προοπτική ν’ αναγκαστείς να ψάξεις καινούριους φίλους φαντάζει ακόμα πιο βαρετή απ’ το ν’ αποφασίσεις τι θα φορέσεις. Δε γαμιέται, μονολογείς, θα πας να τους βρεις. Χωρίς πολλά-πολλά, λοιπόν, χωρίς υπερβολικές ετοιμασίες, βρίσκεσαι στο δρόμο για το μπαρ.

Όλοι μαζεμένοι στο γνωστό σημείο, να πίνουν, να γελάνε, να συζητούν και να κουτσομπολεύουν. Κλασικά κι αγαπημένα. Μιλάς μαζί τους, συνδιαλέγεσαι με δυο-τρεις θαμώνες ακόμη, σχολιάζεις και πέντε-έξι περαστικούς, περνάει η ώρα, τραβιέται και το ποτό. Κι εκεί που προσπαθείς να παρακολουθήσεις τη συζήτηση, νιώθεις πάνω σου ένα ζευγάρι μάτια. Κοιτάς κι αναρωτιέσαι αν είναι η ιδέα σου ή το πρόσωπο απέναντι κοντεύει να σ’ υπνωτίσει με την επιμονή του.

Μπα, δε θ’ ασχοληθείς, άσε να κοιτάζει όσο θέλει. Έλα όμως που τέτοια βλέμματα έχουν την ικανότητα να μαγνητίζουν και δε σ’ αφήνουν να ησυχάσεις. Αρχίζεις τότε να κοιτάζεις κι εσύ, κι όλο αυτό το οπτικό πινγκ πονγκ κάνει τη βραδιά να παίρνει άλλη τροπή. Οι φίλοι σου απομακρύνονται πλέον απ’ το νοερό σου πεδίο και το μυαλό σου αρχίζει να ζει το παιχνίδι μ’ όλο του το είναι, προσπαθώντας να μη προδοθεί απ’ τις εκφράσεις σου.

Μα ως γνωστόν, καθώς η ώρα περνά, αυξάνεται ο αριθμός των ποτών, μειώνονται οι αναστολές κι ελαφραίνει η διάθεση. Δεν έχει σημασία ποιος θα βρει το θάρρος να κάνει την πρώτη κίνηση, το θέμα είναι πως ξαφνικά η βραδιά σας βρίσκει να μιλάτε. Στην αρχή τυπικά. Θα συστηθείτε, θα ψευτογνωριστείτε, θα χαζογελάσετε, θα νιώσετε και λίγη αμηχανία, δε βαριέσαι, όλα στο πρόγραμμα είναι.

Κι εκεί που οι φίλοι σου αρχίζουν ν’ αναρωτιούνται από πού ξεφύτρωσε η καινούρια σου παρέα, προσποιούμενοι τους αδιάφορους φυσικά, εσύ αρχίζεις να περνάς περισσότερο καλά απ’ όσο υπολόγιζες. Γελάτε με τα ίδια αστεία, πειράζεστε, ακουμπιέστε, αρέσκεστε ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Κι όσο τα λόγια παραμένουν απλά λόγια, τα βλέμματα αρχίζουν να πετάνε σπίθες κι η χημεία να γράφει τα δικά της σενάρια. Ο ένας θ’ αναρωτιέται αν φανεί πέφτουλας πλησιάζοντάς την λίγο ακόμα, η άλλη θα διστάζει μήπως την περάσει για εύκολη αν του πει να φύγουνε μαζί πρώτη. Καμια σκέψη, όμως, δε θα σταθεί εμπόδιο μπροστά στη δύναμη που ασκεί η ανθρώπινη έλξη.

Η βραδιά, όσο νερόβραστα κι αν ξεκίνησε, σας βρίσκει στη χειρότερη στριμωγμένους σε κάποιο αυτοκίνητο, ενώ στην καλύτερη στο σπίτι κάποιου εκ των δύο, να μπουρδουκλώνετε ανάσες, σώματα κι ό,τι άλλο έχετε ευχαρίστηση. Και κάπου στο ενδιάμεσο ν’ αναρωτιέσαι πώς βρέθηκες στα χέρια του συγκεκριμένου ανθρώπου, να περνάς στιγμές γεμάτες ένταση, επανεξετάζοντας ταυτόχρονα τις θεωρίες σου περί ησυχίας, τάξης κι ασφάλειας εν μέσω τσαλακωμένων σεντονιών.

Μπορεί να ‘ναι κάτι περαστικό, μπορεί να ‘ναι κάτι εφήμερο, μπορεί να ‘ναι κι ο έρωτας της ζωής σου. Δεν το ξέρεις, μα ούτε σε νοιάζει ακόμα. Μπορεί να φύγει μόλις τελειώσει το πάρτι, μπορεί να μείνει για πρωινό, μπορεί να περάσετε μαζί και την επόμενη μέρα. Στο μυαλό σου τίποτα απ’ αυτά δεν έχει σημασία. Η όλη φάση θα σε γεμίσει ή θα σε αδειάσει, θα περηφανευτείς στους φίλους σου ή θα τρέμεις ν’ αντικρούσεις τα εξεταστικά τους βλέμματα την επόμενη μέρα.

Δε σε νοιάζει. Σου φτάνει που τα μάτια σου πήραν μιαν άλλη λάμψη, που η βραδιά σου απέκτησε μια ασυνήθιστη τροπή και που ένα τόσο απλό γεγονός σου απέδειξε πως η ζωή είναι πολύ απρόβλεπτη, αρκεί να της δίνεις ευκαιρίες να σ’ εκπλήσσει. Γυρνάς πλευρό και συνεχίζεις από ‘κεί που σταμάτησες. Έχεις μπροστά σου την προοπτική να δημιουργήσεις μερικές αναμνήσεις ακόμα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου