«Είναι κι αυτοί οι pillowfighters, ντιπ χαζοί! Άκου εκεί να κάνουν poll λέει για το τι προτιμάει ο λαός. Εμένα, το λαχταριστό μελομακάρονο ή εκείνο τον άλλο! Ούτε τ’ όνομά του δεν μπορώ να πω! Εκείνον, τον άσπρο ντε! Τον κουραμπιέ!»

Τάδε έφη, μελομακάρονο απευθυνόμενο στις δίπλες που απλώνονται μελομένες στην παραδίπλα πιατέλα.

«Και τελικά τι ψήφισαν αυτά τα, pillowfighters;»

«Τι ήθελες να ψηφίσουν μελωμένη μου; 77% ψήφισαν το αυτονόητο! Ότι είμαι μια γλύκα, αξεπέραστη αξία τις μέρες των Χριστουγέννων και κοσμώ κάθε ζαχαροπλαστική φαντασίωση.»

«Ε καλά, δεν είναι και αμελητέοι κι αυτοί οι άλλοι, το 23% που προτίμησε το κουραμπιεδάκι. Μην τους υποτιμάς τόσο!»

«Έλα δε θέλω αηδίες. Τι θα πει να μην τους υποτιμάω; Κουραμπιέδες είναι κι αυτοί. Φλούφληδες. Ρε μελένια μου, εγώ έχω μια αλητεία μέσα μου. Είμαι ανεξάρτητος, ό,τι έχω, ψήνεται μαζί μου. Μια κι έξω. Δεν με πιάνεις και να μου φεύγουν άσπρες ζάχαρες όπου σταθώ κι όπου βρεθώ!»

«Είστε και οι δυο κλασσικές αξίες. Μην τον προσβάλλεις πια τον κουραμπιέ. Χωρίς αυτόν, μισό θα ήταν το τραπέζι. Θέλετε δεν θέλετε, μαζί πηγαίνετε. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα, μελομακάρονα και κουραμπιέδες.»

«Ε.. όχι και ίσα κι όμοια με το ξερό μπισκότο! Γιατί μπορεί να μην το ξέρεις, αλλά αυτό θα πει κουραμπιές. Ξερό μπισκότο!»

«Τουλάχιστον εγώ δεν ήμουνα πεθαμενατζής.» η φωνή γλυκιά και ήρεμη κρύβει καλά το θυμό.

«Τι είπες κουραμπιέ;»

«Αυτό που άκουσες. Εγώ τουλάχιστον δεν ήμουνα της παρηγοριάς στις κηδείες. Έλα και τα μάθαμε και τα δικά σου που όλο μαγκιά πουλάς. Μακαρωνία σε λέγανε καημένε! Και ήσουν το γλυκό που δίνανε στις κηδείες και στις παρηγοριές. Έ, κάποιος αποφάσισε να σου βάλει και μέλι κι έγινες μελομακάρονο! Να ευχαριστείς τους Μικρασιάτες που σε έκαναν παράδοση το 12ήμερο των Χριστουγέννων κακομοίρη.»

Σιωπή έπεσε ανάμεσα στις στολισμένες πιατέλες με γλυκά στο γιορτινό τραπέζι.

Ο κουραμπιές είχε δίκιο. Εκείνος έρχεται από την Τουρκία και το μελομακάρονο στην αρχική μορφή του χωρίς μέλι από την Αρχαία Ελλάδα που υπήρχε ως ψυχόπιτα (μακαρία).

«Εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί κοντράρεστε πάντως. Ο καθένας σας έχει την χάρη του και την γλύκα του. Δεν μπορείτε να τα βρείτε και να μην γκρινιάζετε; Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια!»

«Εγώ φταίω μωρέ; Να παραδεχτεί πως είμαι πιο μάγκας και πιο αεράτος και να σταματήσει να μας το παίζει υψηλή κοινωνία.»

«Εγώ βρε αγροίκε μέχρι και αργκό έχω γίνει! Χθες που με έφερναν από το ζαχαροπλαστείο έλεγε ένας «κοίτα με τι κουραμπιέ κυκλοφορεί η γκόμενα», για σένα το λένε αυτό;»

«Α ρε κακομοίρηηηη, με τι ξενέρωτο και βουτυρομπεμπέ εννοούσε! Χρόνια τώρα αυτή την έννοια έχεις. Του μη μου άπτου. Του ευαισθητούλη!»

Κι η αλήθεια είναι πως γιορτές χωρίς το σπίτι να μυρίσει κουραμπιέδες και μελομακάρονα , είναι σα να μην έχουν έρθει ποτέ.

Κι όπως κι αν τα προτιμάμε, μελομακάρονα μελωμένα, μελομακάρονα αμέλωτα (μην απορείς, στο δικό μου σπίτι κάποτε γινόταν μάχη γι’αυτά), με σοκολάτα, όπως και να είναι, πρωταγωνιστούν και κλέβουν την παράσταση.

Κάθε σπίτι γεμίζει από αυτά τα μικρά γλυκά και οι διαδρομές μας γίνονται στάσεις μεταξύ τους. Στάση πιατέλα κουραμπιές, στάση πιατέλα μελομακάρονο μόνο που εκεί στην στάση μελομακάρονο θα σταματάμε πάντα λίγο παραπάνω.

Καλοφάγωτα αγαπημένοι pillowfighters.

 

Συντάκτης: Σοφία Παπαηλιάδου