Λένε πως η ομορφιά είναι σχετική, πως ο καθένας έχει τα δικά του γούστα. Άλλοι αρέσκονται στα ψηλά ξανθά γαλανομάτικα, άλλοι στα μελαχρινά με πράσινα μάτια, άλλοι στους γυμνασμένους, άλλοι στους αξύριστους, άλλοι στις κοκκινομάλλες κι άλλοι στους κουστουμάτους.

Μα η εξωτερική ομορφιά είναι ασήμαντη, σχεδόν μηδαμινή, όταν ο άλλος απέναντι είναι κενός, άδειος από μέσα. Όταν οι άνθρωποι σε αφήσουν να δεις πέρα απ’ την επιφάνειά τους, πέρα απ’ τα μπλε ή καστανά τους μάτια και πέρα απ’ τα σαρκώδη ή λεπτά χείλη τους, τότε ανακαλύπτεις έναν άλλο κόσμο∙ αυτόν της προσωπικότητας. Μου τη δίνουν οι ρηχοί άνθρωποι, αυτοί που μένουν μόνο στο απ’ έξω, σε εκείνο που φαίνεται. Όλα απ’ έξω να ‘ναι φτιαγμένα στην εντέλεια, αλλά το μέσα όχι απλώς ‘ναι χάος (γιατί κι αυτό έχει ενδιαφέρον), αλλά να μην υπάρχει καν.

Η ουσία βρίσκεται πάντα στην προσωπικότητα. Με τι αστεία γελάει και τι απολαμβάνει να συζητάει, τι του αρέσει να κάνει όταν είναι μόνος και πώς επιλέγει να διασκεδάζει. Πώς συζητά και πώς αναλύει, ακούει την άλλη άποψη; Ενδιαφέρεται για τους γύρω του; Είναι ρατσιστής; Εγωιστής; Πολιτικοποιημένος; Τι; Τι τον χαρακτηρίζει; Γιατί δεν μπορεί να τον χαρακτηρίζει μόνο ένα καλογυμνασμένο σώμα και σίγουρα δεν αρκούν καμιά δεκαπενταριά πτυχία για να του δώσουν βάθος. Η ομορφιά είναι τύχη και τα πτυχία κατορθώματα. Μα η προσωπικότητα χτίζεται, κάποτε ωριμάζοντας αναθεωρείται και ξανά πλάθεται. Είναι αυτό που είμαστε, ανεξαρτήτως από ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Είναι το πιο όμορφο φορτίο μας, ο εαυτός μας.

Και δεν είναι σημαντικό μόνο να σε αφήσουν να βουτήξεις στο βυθό τους, το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει κάτι να βρεις εκεί. Και το πραγματικό ταίριασμα θα φανεί ακριβώς εδώ. Όταν δε σου αρέσουν μόνο τα πράσινα μάτια και τα πέντε πτυχία, σε εξιτάρουν οι βόλτες σας με μπίρες μέχρι το ξημέρωμα, οι ατελείωτες συζητήσεις, το στομάχι σου που πιάνεται απ’ το γέλιο, τα κλάματα αγκαλιασμένοι, το πώς χειρίζεται τις δύσκολες καταστάσεις, το πώς λειτουργεί όταν είναι μπροστά άγνωστοι ή όταν γίνει κάτι περίεργο.

Οι επικίνδυνοι άνθρωποι δεν είναι μόνο αυτοί που μένουν απλώς στη δική τους βιτρίνα, εξίσου επικίνδυνοι είναι κι αυτοί που δυσκολεύονται να δουν μέσα από ‘σένα. Που είναι τόσο τυφλωμένοι απ’ το έξω σου ή απ’ το επάγγελμά σου που δεν έχουν τα μάτια να κοιτάξουν μέσα σου. Που δεν έχουν τη δύναμη, τη διάθεση, την ώρα, το κουράγιο. Που βαριούνται, που δε θέλουν και –το χειρότερο– που δεν μπορούν. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι καταντούν πληκτικοί, άοσμοι κι άχρωμοι. Σαν να τους λείπει κάτι που ούτε κι οι ίδιοι δεν ξέρουν τι.

Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να κοιτάζουν κι όχι απλώς να βλέπουν. Να μάθουν να αναλύουν, να ξοδεύουν χρόνο στον εαυτό τους και στους γύρω τους, να εξηγούν και να εξηγούνται. Να έχουν κάτι να δώσουν, να μην είναι άδεια ξεχαρβαλωμένα μα καλογυαλισμένα κουτιά.

Οι άνθρωποι να μάθουν να σημαίνουν κάτι, πέρα απ’ τα μάτια, τα ρούχα και τα πτυχία τους. Να μάθουν να γεμίζουν ένα χώρο απ’ την παρουσία τους, να ανάβουν ένα δωμάτιο στο πέρασμά τους. Να μάθουν οι άνθρωποι να ελκύουν ψυχές κι όχι μόνο βλέμματα. Να τρεμοπαίζουν στη μορφή τους οι καρδιές κι όχι μόνο τα μάτια.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη