Ένας γάμος που απέτυχε κι ένα χαρτί διαζυγίου κορνιζαρισμένο που επισφραγίζει την αποτυχία. Η κορνίζα κοροϊδεύει, κάπως αποπλανεί, (ειδικά αν είναι στυλιζαρισμένη), χλευάζει θαρρείς και γελάει με την κατάντια. Ο γάμος-αποτυχία έχει τώρα σάρκα και οστά, δε ζει μόνο στο μυαλό. Είναι εκεί, πίνει λευκά κρασιά τις νύχτες και ντύνεται πρόχειρα τις Κυριακές. Κι όταν δεν έχει τι να κάνει, στήνει καρτέρι στα όνειρα, τους δίνει μια γερή κλωτσιά και τα ρίχνει κάτω σαν ντόμινο. Καταστροφή, κόλαση, στάχτες.

Κι όλα αυτά έχουν ένα κοινό παρονομαστή, κοινωνική ντροπή. Οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να ακούμε και να ακουγόμαστε, για να κρίνουμε (κι όχι για να επικρίνουμε) και να κρινόμαστε (κι όχι για να επικρινόμαστε), για να διαφωνούμε με τα κακώς κείμενα και να συμφωνούμε με τα καλώς έχοντα, για να δειχνόμαστε, για να θριαμβεύουμε, για να κερδίζουμε, για να εκνευριζόμαστε όταν χάνουμε, για να ζητάμε παραπάνω, για να επιβραβευόμαστε, για να στοχαζόμαστε, για να μαθαίνουμε. Έτσι μας μαθαίνουν, έτσι μας μεγαλώνουν, έτσι βλέπουμε από τους γύρω μας, έτσι είναι η κοινωνία μας.

Κι όταν, εν τέλει, αποτύχουμε κάπου (γιατί είναι μάλλον αδύνατο να κερδίζουμε πάντα σε όλα), τότε ένα μόνο αίσθημα μας κατακλύζει. Η ντροπή. Τι θα πει ο κόσμος, πώς θα καταφέρουμε να κρύψουμε την αποτυχία. Κι όταν αυτή η αποτυχία είναι ο γάμος, τότε η ντροπή είναι πιο μεγάλη, πιο ηχηρή, πιο κακιασμένη.

Ίσως είναι γιατί ο κόσμος αρέσκεται στο να ασχολείται με την προσωπική ζωή των άλλων, με τα ερωτικά κυρίως κι έτσι νιώθουμε μεγαλύτερο το φορτίο να τα κάνουμε όλα σωστά στις σχέσεις μας. Να τις κάνουμε με το ζόρι να πετύχουν. Και ξέρεις τι ξεχνάμε; Πως ένας αποτυχημένος γάμος ή μια αποτυχημένη σχέση ίσως είναι χίλιες φορές καλύτερα από ένα γάμο ή μια σχέση μίζερη και τελειωμένη.

Περηφάνια. Αυτό θα έπρεπε να νιώθουμε για τον εαυτό μας. Περηφάνια. Που καταφέραμε να βγούμε από ένα λήθαργο, που προχωρήσαμε, που πήραμε δύσκολες αποφάσεις, που τα καταφέραμε, που κλάψαμε κι όμως ξυπνήσαμε στις 7 το πρωί για να πάρουμε τα παιδιά μας σχολείο όπως κάθε μέρα, που συνεχίσαμε τη ζωή μας, που δεν σταματήσαμε να κάνουμε όνειρα επειδή το ένα όνειρο πήγε στράφι.

Κι ο κόσμος θα μιλήσει ό, τι κι αν γίνει. Ο κόσμος θα κρίνει, θα νιώσει οίκτο, θα ψιθυρίσει πίσω από τις γυρισμένες μας πλάτες, θα μας κεράσει έναν καφέ για παρηγοριά. Μα ο κόσμος δε θα ξέρει. Ο κόσμος δεν μπορεί να ξέρει. Είναι λίγος και μικρός μπροστά στην ψυχή μας. Είναι η ηχώ σε μια σήραγγα τόσο μεγάλη που δε θα έπρεπε να ακούγεται.

Ένας αποτυχημένος γάμος, λοιπόν. Μια αποτυχημένη μάχη. Ένα κάστρο που τελικά παραδόθηκε. Όχι η πόλη. Ένα μονάχα κάστρο της. Βλέμματα γεμάτα ντροπή για ‘μας, γεμάτα στεναχώρια, σκοτεινιά, σχόλια και λέξεις σιχαμένες. Μα για δες που τόση ώρα κοιτούσες μια λαοθάλασσα από ανθρώπους που δεν ανήκουν καν στην πόλη σου. Γύρισε αργά το βλέμμα, να έχεις χρόνο και χώρο να απολαύσεις κάθε σταγόνα αυτής σου της στροφής. Γύρισε το βλέμμα απ’ την άλλη. Γύρνα να δεις την πόλη σου και τα κάστρα σου που χτίζονται, γύρνα να δεις τα χρώματα. Κι όπως θα γυρνάς, άσε με έτσι, να σου συστήσω το μέλλον σου.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου