

Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα στον χώρο της λογοτεχνίας, που αποτελεί αφορμή συζητήσεων και διχογνωμιών, είναι η άνοδος και η συνεχώς αυξανόμενη δημοφιλία των βιβλίων που εμπίπτουν στο είδος του dark romance.
Το dark romance, όπως επίσημα προσδιορίζεται, είναι ένα υποείδος της κατηγορίας του ρομαντικού μυθιστορήματος, με την ιδιαιτερότητα πως οι ρομαντικές σχέσεις των ηρώων, που αναπτύσσονται και αναδεικνύονται μέσα από την πλοκή, θέτουν ιδιαίτερα πολλά ερωτηματικά λόγω των έντονων στοιχείων τοξικότητας που φέρουν. Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο λόγος γίνεται για πιο «σκοτεινές» καταστάσεις, έντονης ζήλιας, συναισθηματικού χειρισμού, ελέγχου και σε ποιο ακραίες εκδοχές για βίαιες και κακοποιητικές συμπεριφορές. Αυτές οι συμπεριφορές και οι καταστάσεις, παρά το γεγονός, πως εάν συνέβαιναν στην πραγματική ζωή, θα βρίσκονταν στο μεταίχμιο του αξιοποίνου (απαγωγές, stalking σ#ξουαλική κακοποίηση κτλ.) στις συγκεκριμένες ιστορίες, λαμβάνουν μία αρκετά ρομαντική και ωραιοποιημένη διάσταση, ώστε σχεδόν καταλήγουν θα έλεγε κανείς να παρουσιάζονται ως μία φυσιολογική συνθήκη και να κανονικοποιούνται.
Αυτή είναι και η προβληματική που διχάζει. Ρωτώντας αναγνώστες, υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν πως τα συγκεκριμένα βιβλία στην πραγματικότητα απλά δεν είναι για όλους. Πως το κριτήριο για το τι θεωρείται τραβηγμένο, ακραίο ή παραβιαστικό είναι καθαρά υποκειμενικό και πως εν τέλει εξαρτάται από τις προτιμήσεις του καθενός και τον τρόπο με τον οποίο θα επιλέξει να προσλάβει και να επεξεργαστεί αυτό το οποίο διαβάζει. Από την άλλη, ως εξίσου υπερασπιστικό επιχείρημα τίθεται το γεγονός, πως όσο υπερβολικό και να είναι κάτι, δεν παύει να αποτελεί ένα βιβλίο, μία φανταστική ιστορία, ένα προϊόν μυθοπλασίας, και για την ακρίβεια -μιας και στο επίκεντρο βρίσκονται οι ερωτικές σχέσεις των ηρώων- δεν παύει σε τελική ανάλυση να αποτελεί μία φαντασίωση. Θα πρέπει κανείς επομένως σε κάθε περίπτωση, μπαίνοντας στη διαδικασία και επιλέγοντας να διαβάσει ένα τέτοιο βιβλίο να είναι σε θέση να μπορεί να διακρίνει την πραγματικότητα από τον κόσμο του φανταστικού.
Ωστόσο, υπάρχουν κι εκείνοι που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα τέτοιου είδους προσεγγίσεων και τη γραφή τέτοιων βιβλίων, για τον λόγο του ότι ακριβώς προβάλλονται προβληματικές καταστάσεις ως φυσιολογικές, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαστρεβλώσουν την αντίληψη κάποιου ως προς τα όρια του τι θεωρείται υγιές στα πλαίσια των σχέσεων. Ιδιαίτερα σε μια εποχή, που περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, έμφυλης βίας καθώς επίσης και σεξουαλικής κακοποίησης σημειώνονται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα συχνότητας, θεωρείται κατά μία άποψη κάπως επικίνδυνο, έστω και μέσα από ιστορίες μυθοπλασίας, να παρουσιάζονται τέτοιες καταστάσεις εξωραϊσμένες. Αυτό διότι, κυρίως άτομα μικρότερων ηλικιών, που βρίσκονται τώρα στο στάδιο της εφηβείας και της σεξουαλικής αφύπνισης, υποστηρίζεται πως είναι πιθανό να επηρεαστούν, να διαμορφώσουν και να αναπτύξουν λανθασμένες αντιλήψεις και εικόνες γύρω από τις ερωτικές σχέσεις καθώς επίσης και ως προς το τι θεωρείται επιτρεπτό και ανεκτό στα πλαίσια αυτών.
Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο συγκλίνει η άποψη της πλειονότητας των αναγνωστών. Τόσο εκείνοι που ψυχαγωγούνται με αυτού του είδους τις διηγήσεις όσο και εκείνοι που διατηρούν την καχυποψία τους ως προς αυτές, συμφωνούν πως σε κάθε περίπτωση η ύπαρξή τους θα πρέπει να υφίσταται υπό όρους και προϋποθέσεις. Μία εξ αυτών η οποία και πράγματι πραγματώνεται, είναι το να υπάρχουν τα λεγόμενα disclaimer, προειδοποιήσεις εν ολίγοις προς τον αναγνώστη, για το τυχόν πιο τολμηρό περιεχόμενο που ακολουθεί στο εκάστοτε βιβλίο. Η δεύτερη προϋπόθεση η οποία γίνεται δεκτό πως θα έπρεπε να υφίσταται, και σε συνέχεια προς το επιχείρημα της ευαλωτότητας των μικρότερων παιδιών, είναι πως για τα συγκεκριμένα βιβλία θα έπρεπε να υφίσταται ένα κάποιο ηλικιακό όριο ώστε να ελέγχεται η δυνατότητα προσβασιμότητας σε αυτά. Αυτό διότι όπως ειπώθηκε παραπάνω, βιβλία του είδους αυτού κατατείνουν και προσανατολίζονται περισσότερο στην αποτύπωση και περιγραφή έντονων ρομαντικών σχέσεων, ερωτικών προτιμήσεων και φαντασιώσεων που απαιτούν μία κάποια διανοητική ωριμότητα του αναγνώστη.
Είναι σημαντικό δηλαδή εκείνος που διαβάζει να είναι σε θέση για παράδειγμα να αντιληφθεί και να διακρίνει πως το να ερωτευτεί μία κοπέλα τον απαγωγέα της, είναι ρομαντικό μόνο και μόνο επειδή παρουσιάζεται με τον τρόπο αυτό και επειδή φυσικά αποτελεί μία φανταστική ιστορία. Σε μία ανεπιθύμητη μεταφορά αυτού του σεναρίου στην πραγματική ζωή, δε θα μιλούσαμε για μία ρομαντική ιστορία αγάπης, αλλά αντίθετα για μία προβληματική σχέση προσκόλλησης και εξάρτησης του θύματος προς τον βασανιστή-θύτη του.