Δεν είναι όλα τα τραύματα θορυβώδη. Κάποια μπορεί να είναι σιωπηλά, και μάλιστα σχεδόν ευγενικά. Φοράνε καθημερινά ρούχα και κάθονται ήσυχα στις γωνίες της ψυχής. Δε φωνάζουν, δεν αιμορραγούν. Μόνο μένουν. Χρόνια. Ακίνητα. Σαν εκείνα τα «συγγνώμη» που δεν ακούστηκαν ποτέ. Που δεν ειπώθηκαν όταν έπρεπε ή που ειπώθηκαν τόσο αργά, που πια ήταν άχρηστα. Κι όμως, εκείνα τα ανείπωτα «συγγνώμη» διαμόρφωσαν κάτι μέσα σου. Μια φωνή. Έναν τρόμο. Ένα «φταίω» που έγινε δεύτερο δέρμα. Έναν φόβο εγκατάλειψης. Μια ζωή ολόκληρη που χτίστηκε πάνω στην ενοχή κάποιου άλλου.

Γιατί όταν είσαι παιδί και σου φέρονται άδικα, αν δε σου πουν «συγγνώμη», δεν μπορείς να καταλάβεις ότι έφταιγαν εκείνοι. Νομίζεις ότι έφταιξες εσύ. Κι έτσι, παίρνεις το λάθος κάποιου άλλου και το κάνεις δική σου ταυτότητα.

Πόσες φορές δε σου ζήτησαν συγγνώμη για τις φωνές, για τις άδικες τιμωρίες, για την απόρριψη; Πόσες φορές δεν ήρθε καμία επανόρθωση μετά την αδιαφορία, την ψυχρότητα, τη χειριστικότητα; Το παιδί μέσα μας περίμενε. Μια εξήγηση. Μια παραδοχή. Ένα «δεν πειράζει, έκανες ό,τι μπορούσες». Κι όταν αυτό δεν ήρθε ποτέ, έπλασε μόνο του μια εξήγηση: «Δεν αξίζω». Και εκεί γεννιέται η ρίζα πολλών ανασφαλειών. Όχι γιατί κάποιος σε πρόσβαλε ανοιχτά, αλλά γιατί ποτέ κανείς δεν επανόρθωσε. Και το μυαλό του παιδιού έμαθε να συνδέει τη σιωπή με την απόρριψη. Την έλλειψη φροντίδας με δική του ευθύνη. Και η ευθύνη έγινε μόνιμη στάση ζωής.

Αυτός ο χαρακτήρας, που φτιάχτηκε με σιωπές, στέκεται δίπλα σου μέχρι σήμερα. Περπατάτε μαζί. Στις σχέσεις σου, στις φιλίες σου, στο πώς μιλάς στον εαυτό σου όταν αποτυγχάνεις. Κάθε φορά που λες «δεν είμαι αρκετός», κάθε φορά που υπερπροσπαθείς ή αποσύρεσαι από φόβο, το κάνεις γιατί κάπου μέσα σου υπάρχει μια «συγγνώμη» που ακόμα δεν ειπώθηκε.

Το σώμα μαθαίνει να διαχειρίζεται τον πόνο χωρίς επιβεβαίωση. Η ψυχή παγώνει. Γίνεται τελειομανής. Ή θορυβώδης. Ή αόρατη. Ή θυμωμένη. Γιατί πίσω από κάθε μη ειπωμένη «συγγνώμη», υπάρχει ένα κομμάτι σου που έμαθε να φωνάζει «κοίτα με, δικαίωσέ με», αλλά με άλλους τρόπους. Με υπερπροσπάθεια. Με αυτοτιμωρία. Με αποστασιοποίηση.

Κάποιες φορές, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι οι γονείς που δεν είχαμε. Και όχι με την καλή έννοια. Αλλά με εκείνη τη σκληρότητα που κουβαλάει μέσα της η ανεκπλήρωτη ανάγκη για αποδοχή. Αν κανείς δεν σου είπε ότι ήσουν αρκετός, το λες εσύ στον εαυτό σου, αλλά με τόνο ειρωνικό, αυστηρό, σχεδόν καταπιεστικό. Σαν να πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου κάθε μέρα ότι κάτι αξίζεις. Και πάλι να μη σε πείθει. Και το χειρότερο; Μαθαίνεις να ζητάς «συγγνώμη» διαρκώς, ακόμα και για πράγματα που δεν έκανες. Για να μη χάσεις αγάπη. Για να διατηρήσεις επαφή. Γίνεσαι εσύ αυτός που ζητά «συγγνώμη» χωρίς λόγο, γιατί μεγάλωσες χωρίς αυτήν, και τώρα την αναπαράγεις από την ανάποδη. Ή δεν τη ζητάς ποτέ, γιατί τη φόρτωσαν πάνω σου τόσοι άδικα, που τώρα την απορρίπτεις ολόκληρη. Κι έτσι, ανακυκλώνεται ο πόνος.

Η θεραπεία, η ανακούφιση, η αλήθεια, όλα ξεκινούν από εκεί. Να εντοπίσεις τι δεν ειπώθηκε ποτέ. Να δεις καθαρά ποια λέξη σου λείπει. Όχι για να την πάρεις από εκείνον που δεν την έδωσε. Αλλά για να καταλάβεις ότι δε χρειάζεται να την περιμένεις άλλο. Ότι η αξία σου δεν εξαρτάται από τα λόγια που δεν ακούστηκαν.

Η κατανόηση του ποια «συγγνώμη» κουβαλάς μέσα σου σαν έλλειψη, είναι το πρώτο βήμα για να σταματήσεις να την απαιτείς και να ξεκινήσεις να τη θεραπεύεις. Γιατί δεν είναι το «συγγνώμη» που λείπει στ’ αλήθεια. Είναι το βλέμμα που θα σε χωρούσε. Το άγγιγμα που θα αναγνώριζε. Το πρόσωπο που θα σου έλεγε: «δεν είσαι υπερβολικός, είσαι πληγωμένος».

Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν. Αλλά μπορείς να δεις τον εαυτό σου με τα μάτια που έπρεπε να τον δουν τότε, κάποιοι. Να σταθείς δίπλα στο παιδί που ήσουν και να του πεις: «Δεν έφταιγες». Και αυτή η φράση, αυτή η καθυστερημένη «συγγνώμη», είναι ό,τι πιο θεραπευτικό μπορείς να κάνεις.

Και δε σημαίνει ότι απενοχοποιείς τους άλλους. Σημαίνει ότι σταματάς να ενοχοποιείς εσένα. Σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πια πώς το ότι σε πλήγωσαν, δε σε κάνει ευάλωτο αλλά σε κάνει αληθινό. Και η «συγγνώμη» που δίνεις τώρα στον εαυτό σου, δεν είναι μόνο παρηγοριά. Είναι αποκατάσταση. Είναι επιστροφή. Και αυτή η επιστροφή είναι επανάσταση. Μπορεί να μη σου ζητήσουν ποτέ «συγγνώμη». Μπορεί να μη μάθεις ποτέ γιατί σε πλήγωσαν. Αλλά μπορείς να μάθεις να μη συνεχίσεις εσύ το έργο τους. Μην κάνεις εσύ στον εαυτό σου, ό,τι σου έκαναν εκείνοι. Μη γίνεις ο σκληρός που περίμενες να λυγίσει. Αντί γι’ αυτό, γίνε ο άνθρωπος που θα έλεγες στο παιδί που ήσουν: «Σε πιστεύω. Δε φταις. Δεν ήσουν ποτέ λάθος.»

Εκεί που δεν ήρθε ποτέ η αποκατάσταση, ας μπει η κατανόηση. Όχι για να δικαιολογήσεις τους άλλους. Αλλά για να ελευθερώσεις εσένα. Για να πεις, επιτέλους, την αλήθεια σου. Όχι με φωνή που ζητιανεύει αναγνώριση, αλλά με σταθερότητα που δηλώνει: υπάρχω, κι ας μη μου ζητήσατε ποτέ συγγνώμη. Γιατί το παιδί που ήσουν δε χρειάζεται πια να περιμένει στη γωνία για μια «συγγνώμη». Χρειάζεται έναν ενήλικα που θα το πιάσει από το χέρι και θα του πει: «Πονέσαμε, αλλά δε φταίγαμε. Και τώρα, είμαι εδώ.»

Και κάπως έτσι, σταματάει η πληγή να γίνεται χαρακτήρας, και αρχίζει ο χαρακτήρας να γίνεται φροντίδα.

 

Συντάκτης: Ροδάνθη Πατρώνα