Η Ελλάδα και στον απόπατο να φτάσει, άλλωστε προς τα εκεί οδεύει, θα συνεχίσει να δέχεται αναρίθμητους τουρίστες και περιηγητές από όλα τα μέρη του κόσμου. Όχι μόνο αυτό, θα συνεχίσουν παράλληλα να μας παινεύουν σαν λαό για την διαχυτικότητά μας, τον τρόπο που γλεντάμε και τα βράδια μας τα οποία μετατρέπονται σε πρωινά. Νηφάλια και μη.

Πώς να μην αγαπήσεις αυτόν τον τόπο; Έχει πολιτισμό και ιστορία, έχει όμορφη και νόστιμη κουζίνα για αυτούς που αγαπούν τη γαστρονομία. Βουνά, θάλασσες σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε, μία χώρα αντιφατική μα συνάμα πανέμορφη. Και πάνω από όλα αυτά, έχει έναν ήλιο που δε σταματά να λάμπει καθ’ όλη τη διάρκεια της χρόνιάς.

Όλα αυτά, μακριά από την οικονομική δυσπραγία και την πολιτική κατάσταση. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, δεν μπορείς να πράξεις διαφορετικά παρά να την ερωτευτείς. Είτε βρεθείς στα νησιά της και απολαύσεις τα μπάνια, τον ήλιο και το τσίπουρο, είτε στην Αθήνα, με τον ανυπόφορο καύσωνα, προσπαθώντας να δεις λίγο από την ιστορία της και λίγα από τα μνημεία της. Όπου και να βρεθείς εν τέλει, ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό, ακόμα και στο πιο αραιοκατοικημένο νησάκι που δεν έχει παρά έναν φούρνο και μια ταβέρνα, θα περάσεις αξέχαστες στιγμές.

Οι κάτοικοι θα σου πουν και μια ιστορία. Ένα μύθο που κρατ;a χρόνια. Υπάρχουν μέρη που δε θα τα χορτάσεις ποτέ, και ας καταφέρεις να τα δεις όλα. Ξανά και ξανά θα επιστρέφεις στον τόπο αυτό, που από την πρώτη στιγμή σου έκλεψε την καρδιά.

Τους νησιώτες που κάθονται στα παραδοσιακά καφενεία, τους χωριανούς που μετά τη δουλειά κάθονται στον πλάτανο στην πλατεία του χωριού και τους αστούς που τριγυρνάνε τα βράδια στα μπαράκια. Σε κάθε μέρος μια μουσική σε ταξιδεύει. Ένας χορός σε περιμένει. Πώς να αντισταθείς και να μη χορέψεις στο Ικαριώτικο γλέντι; Ας χάνεις τα βήματα σε κάθε οχτάρι που περνά. Ήσυχος από το τραπέζι σου θα τραγουδήσεις τα ρεμπέτικα, θα σου κολλήσουν τα λαϊκά αλλά θα ακούσεις και τα ξένα στις πιο δημοφιλείς παραλίες των νησιών. Στις πιο όμορφες του κόσμου.

Η νύχτα διαφέρει και αυτή. Δεν είμαστε Ευρωπαίοι εμείς- και γιατί να γίνουμε άλλωστε με το ζόρι; Εμείς τα βράδια μας τα περνάμε έξω, στις πλατείες και στα σοκάκια. Δε θα πάμε σπίτι από τις εννιά, στις εννιά θα ξεκινήσουμε να αράξουμε στην παραλία μέχρι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου να μας δώσουν σήμα για να γυρίσουμε πίσω.

Τα μεσημέρια μας παρασύρουν οι μεζέδες στις ταβέρνες, η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα που δεν μπορείς να της βρεις κανένα ψεγάδι. Το τσίπουρο, το ούζο, το ελληνικό κρασί θα τα πιεις δίχως μέτρο. Δύο-δύο θα τα κατεβάζεις τα καραφάκια. Αμβροσία. Πουθενά αλλού δε θα βρεθείς χαράματα να τραγουδάς σαν τον τρελό στους δρόμους. Πουθενά αλλού δε θα φαίνεται φυσιολογικό αυτό.

Η Ελλάδα έχει αυτήν τη μοναδική ικανότητα να προσελκύει ανθρώπους διαφορετικών προσωπικοτήτων, διότι έχει τα πάντα να σου προσφέρει. Πόσοι έρωτες γεννήθηκαν στα νησιά τους καλοκαιρινούς μήνες; Ίσως φταίει το τοπίο που είναι μαγικό και κάνει τους έρωτες πιο ειδυλλιακούς από ό,τι ήδη είναι.

Ο έρωτας βρίσκει την ψυχή σε αυτά τα μέρη και όλοι οι μύθοι περί αυτού διαμορφώνονται σε μία διαφορετική πραγματικότητα, όπως ταιριάζει στον καθένα. Όσο και αν χειροτερέψει η κατάσταση, η Ελλάδα δε θα χάσει την ομορφιά που την περικλείει. Δεν την παίνεψαν άλλωστε τυχαία χιλιάδες ποιητές και συγγραφείς ανά τον κόσμο. Τίποτα δε χρειάζεται η Ελλάδα παραπάνω από αυτά που ήδη έχει από τη γη της και τον ουρανό της.

Έλεγε ο Ελύτης πως «αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου μένουν ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.» Πράγματι, τι άλλο χρειάζεται η Ελλάδα για να ξαναχτιστεί από την αρχή; Τίποτα παραπάνω.

Συντάκτης: Χριστίνα Κουλιάτσα
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά