Όλοι ανα διαστήματα κάνουμε απολογισμούς της μέχρι τώρα ζωής μας.
Μετράμε σωστά μα κυρίως λάθη.
Βάζουμε στόχους και υποσχόμαστε στον εαυτό μας να τους πετύχουμε.
Παλεύουμε καθημερινά με Θεούς και δαίμονες, επιβιώνουμε, κλαίμε, χαιρόμαστε, ορθώνουμε το απίστευτο εγώ μας μπροστά στα θέλω μας, με την αφέλεια της νεότητας και της βεβαιότητας ότι έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας.
Λίγοι τρελοί βάζουν φωτιά, πιάνουν τη ζωή από τα κέρατα και ακολουθούν τα όνειρα τους.

Οι περισσότεροι συμβιβάζονται στο βόλεμα, στην ευκολία, στην ήσυχη ζωούλα τους.
Δεν θα εκφέρω προσωπική άποψη σε αυτό το άρθρο.
Θα ήθελα απλά να παραθέσω τις εμπειρίες που μου διηγήθηκαν άνθρωποι λίγο πριν το τέλος της ζωής τους, στο γηροκομείο όπου εργάζομαι ως νοσοκόμα. Εκεί που πια δε χρειάζεται να προβάλεις άμυνες, εγωισμούς και δηθενιές,
Εκεί που ο απολογισμός είναι ατόφιος και καθαρός πίσω από τα βουρκωμένα γέρικα μάτια τους.
Αν τους αφιερώσεις ελάχιστο χρόνο, θα δεις μέσα από τα μάτια τους τις εικόνες που περιγράφουν.

Στο δωμάτιο του κυρίου Βαγγέλη δεν θέλει να μπει κανείς.
Δεν υπάρχουν φωτογραφίες πουθενά.
Δεν έκανε οικογένεια, δεν παντρεύτηκε και σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν ερωτεύτηκε ποτέ.
Αφοσίωσε τη ζωή του στη δουλειά προσπαθώντας να κάνει περιουσία, και τα κατάφερε.
Δεν συμπαθεί κανέναν από το προσωπικό και δεν τον άκουσα ποτέ να λέει καλή κουβέντα για κανέναν άνθρωπο.
Δεν τον επισκέπτεται κανείς.
Ποιος θα μπορούσε να έρθει, αφού ποτέ δεν δημιούργησε δεσμούς, πέρα από επαγγελματικούς, με κανέναν;
Όταν ο κύριος Βαγγέλης έπεσε πια στο κρεβάτι σε μια αναλαμπή της στιγμής με κοίταξε και μου είπε «δεν άξιζε»!
Στην ερώτηση μου τί ήταν αυτό που δεν άξιζε, μου απάντησε: «Να καταλήξω μόνος. Δούλεψα πολύ, είχα γνωριμίες, είχα διευκολύνσεις, είχα ακόμα και ανθρώπους που βοήθησα οικονομικά, αλλά δεν είχα δικό μου άνθρωπο. Δε μοιράστηκα ποτέ τίποτα με κανέναν.
Κι έτσι θα φύγω τώρα ακριβώς όπως έζησα, δίχως κανέναν στο πλάι μου».

Η κυρία Αναστασία παντρεύτηκε στα 19 από έρωτα.
Έκανε 2 παιδιά και για 15 χρόνια ζούσε την απόλυτη ευτυχία.
Σε ένα τραγικό ατύχημα τους έχασε όλους μέσα σε ένα βράδυ.
Έζησε τα υπόλοιπα της χρόνια μόνη, βλέποντας σιγά σιγά κάθε της αγαπημένο να φεύγει από τη ζωή.
Ηταν πάντα χαμογελαστή και καλοσυνάτη.
Το δωμάτιο της ήταν γεμάτο από φωτογραφίες του άντρα της και των παιδιών της.
Όταν μου είπε την ιστορία της την ρώτησα πώς μετά από τέτοιο τραγικό γεγονός κρατήθηκε στη ζωή.
Η απάντηση της ήταν αφοπλιστική. «Όταν δημιουργείς και ζεις με αγάπη, ακόμα κι αν φτάσει η ώρα που η ζωή θα σου αρπάξει την ευτυχία μέσα από τα χέρια, τότε σου μένει η αγάπη, σου μένουν οι αναμνήσεις και αν θες να τα τιμήσεις αυτά συνεχίζεις να ζεις».
Με βουρκωμένα μάτια για τη δύναμη της ψυχής της, την ρώτησα τί άξιζε περισσότερο σε αυτή τη ζωή.
«Α!κορίτσι μου μικρό…Ο έρωτας φυσικά».

Κάποτε ο οίκος ευγηρίας φιλοξένησε ένα ζευγάρι 60 χρόνια παντρεμένο.
Η γυναίκα έπασχε από καρκίνο τελευταίου σταδίου και ο άντρας από καρδιά.
Της έφερνε κάθε μέρα από ένα τριαντάφυλλο, σηκωνόταν με δυσκολία καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας για να τη χαϊδέψει, να της κρατήσει λίγο το χέρι, να της πει έναν γλυκό λόγο.
Το βράδυ που εκείνη ξεψυχούσε δεν έφυγε στιγμή από κοντά της, κι ενώ το περίμενε όταν εκείνη άφησε την τελευταία της ανάσα εκείνος λύγισε και τρεις μέρες μετά πήγε να την βρει.

Τελευταία άφησα την ιστορία της γιαγιάς Μυρσίνης που της άρεσε να κάθεσαι δίπλα της να σου χαϊδεύει το χέρι και να σου λέει ιστορίες.
Από όλες η αγαπημένη της ήταν το δικό της προσωπικό απωθημένο. Ο Μάρτιν.
Τον γνώρισε στα 17 της, εκείνος Γερμανός κι αυτή Ελληνίδα στη μέση του πολέμου.
Κι επειδή ο έρωτας δεν λογαριάζει και πολλά, και τι να λογαριάσει άλλωστε σε 2 παιδάκια, όταν μπούκαραν οι Γερμανοί το σπίτι της Μυρσίνης γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν.
Μα δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα καν, δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν ούτε μία λέξη.
Τότε εκείνη πήρε το λεξικό του πατέρα της κρυφά και έμαθε λίγες λέξεις για να του γράφει γράμματα.
Εκείνος παρακολουθούσε τις συζητήσεις της οικογένειας για να μάθει να της μιλάει.

Της πήγαινε κρυφά φαγητό και δεν αντάλλαξαν ποτέ τίποτα περισσότερο από μερικά χάδια και μερικά κακογραμμένα γράμματα.
Όταν εκείνος χρειάστηκε να φύγει στη Γερμανία, μίλησε στους γονείς του για εκείνη και αφού συμφώνησαν, της έστειλε ένα γράμμα πως σε λίγο καιρό θα γυρίσει στην Ελλάδα και θα την πάρει μαζί του να παντρευτούν.

Αντί για τον Μάρτιν λίγο καιρό μετά έλαβε ένα γράμμα από τους γονείς του, που της ανακοίνωναν ότι το παιδί τους σκοτώθηκε σε έναν βομβαρδισμό.
Τα χρόνια πέρασαν, η Μυρσίνη παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, έζησε μια καλή ζωή αλλά ποτέ δεν ξέχασε τον Μάρτιν.
Στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της είχε την φωτογραφία του άντρα της, των παιδιών και τον εγγονών της και μέσα στην τσάντα της μια χιλιοσκισμένη δική του.

«Καλός ο άντρας μου, πέρασα καλά χρόνια μαζί του μα δεν τον αγάπησα ποτέ. Πάντα τον Μάρτιν σκεφτόμουν που ποτέ δεν με φίλησε καν. Ξέρεις όμως δεν χάθηκε ακόμα η ευκαιρία μας. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, εύχομαι να έρθει σύντομα και ξέρεις γιατί;
Γιατί η ζωή μου χρωστάει να τον συναντήσω έστω στην επόμενη».

Πέρασα αρκετό καιρό με τους ηλικιωμένους και άκουσα αρκετές ιστορίες.
Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτοί έκαναν λάθη, έκαναν επιλογές και δέχτηκαν τις συνέπειες, είτε καλές είτε κακές.
Άλλοι έζησαν συμβατικά κι άλλοι όχι.

Με σιγουριά μπορώ να πώ, πως όλοι όσοι άφησαν ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες και δεν τόλμησαν, αυτές τους έτρωγαν σαν σαράκι την ψυχή ως το τέλος.
Ακόμα κι αν το μυαλό είχε θολώσει από γεροντική άνοια, ακόμη κι αν δεν ήξεραν που ακριβώς βρίσκονταν, ποια ήταν η ακριβής τους ηλικία και τι χρονολογία έχουμε.
Τις στιγμές των εξομολογήσεων τους, πάντα τελικά συζήταγαν τον έρωτα.

Θα σας φανεί χαζό ίσως αλλά αν το σκεφτείτε καλύτερα δεν είναι.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι η προσωποποίηση του «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα», είναι αυτοί που πια δεν φοβούνται να πουν όσα πραγματικά θέλουν και νιώθουν γιατί δεν έχουν κάτι να χάσουν.

Θα κλείσω με τα λόγια της γιαγιάς Αρετής.

«Οι νέοι τρέχετε, αγχώνεστε, δεν έχετε υπομονή κι ελπίδα.
Αν κάτι σας ζορίσει λίγο δεν κοιτάτε να το φτιάξετε παρά σας είναι πιο εύκολο να το πετάξετε.
Έτσι δεν θα μάθετε ποτέ πως να δίνετε αξία στις σχέσεις σας και στη ζωή σας.
Δεν θα μάθετε πως η αγάπη δεν μετράει μόνο στο τέλος αλλά σε όλη την πορεία.
Τα χρήματα όπως θα έρθουν θα φύγουν και θα εξασφαλίσουν μόνο μια ευκολία, την ουσία όμως την εξασφαλίζει ο άνθρωπος που θα μοιραστείς τη ζωή σου μαζί του.
Και στο υπογράφουν τα 92 μου χρόνια κορίτσι μου, τις νύχτες δεν θα σε ζεστάνει κανένα χαρτονόμισμα ούτε θα σου κρατήσουν το χέρι τα ακριβά σου ρούχα.
Ο άνθρωπος σου θα το κάνει αυτό.
Αν πρέπει να διαλέξεις, διάλεξε τα ζόρια εκεί που αγαπάς, παρά την ευκολία, κι ας καλοπερνάς, αν δεν το λέει η καρδιά.»

 

 

Συντάκτης: Βούλα Ραπτούδη