Σκέφτομαι ώρα πώς να το ξεκινήσω και αποφάσισα να δώσω μια διηγηματική αρχή.

Ήταν ο Άγνωστος Χ και η Άγνωστη Ψ (τα πραγματικά ονόματα είναι ελευθέρας επιλογής του καθενός).

Έχουμε να κάνουμε με ένα κλασσικό lovestory. Γνωρίστηκαν τυχαία ή τους γνώρισαν φίλοι, πάντως ερωτεύτηκαν.

Έζησαν κάμποσο καιρό γεμάτο έρωτα, αγάπες, φιλιά και λουλούδια. Ήταν μαζί και ενοιώθαν υπέροχα, από τα πρωινά σκιρτήματα της καρδιάς τους, τις μεσημεριανές πεταλούδες στο στομάχι τους μέχρι και τα βραδινά αναφιλητά στο κρεβάτι τους.

Κάπου εκεί, μέσα στην τρελή χαρά και τον ατέλειωτο έρωτα, ήρθε και ο πρώτος μεγάλος τσακωμός, από αυτούς τους φαντασμαγορικούς.

Αυτός μέσα στα νεύρα να περπατάει πάνω-κάτω όλο το σπίτι και να φωνάζει, αυτή περιορισμένη σε ένα δωμάτιο να υστεριάζει, προσπαθώντας να μην σπάσει όλο το σπίτι –δικό της είναι εξάλλου.

Όταν τελείωσαν οι φωνές και έκλεισαν οι λαιμοί, ήρθε το κλάμα. Ήταν το γυναικείο κλάμα, με τα αναφιλητά που δεν σταματάνε και το δάκρυ να πέφτει κορόμηλο.

Οι γυναίκες εκ φύσεως είναι πιο ρομαντικές, πιο ευαίσθητες, πιο ευσυγκίνητες. Είναι αυτά τα πλάσματα που μπορεί να κλάψουν μετά την εκατοστή προβολή του ”Notebook”, ενώ δίπλα ο άνδρας θα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου από το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας.

Πιστεύω, λοιπόν, πως δικαίως θεωρώ το κλάμα φλέγον ζήτημα για όλες τις υπάρξεις γένους θηλυκού του πλανήτη.

Υπάρχουν δυο είδη κλάματος, σπαραγμού και ατέλειωτων δακρύων.

Από την μια πλευρά, είναι το κλάμα που θα έχεις προγραμματίσει πότε θα βγει και τι ζημιά θα κάνει, το θεατρινίστικο, αυτό που μας έμαθε η Μάρθα Βούρτση και το εμπεδώσαμε αμέσως.

Από την άλλη, δεσπόζει το δάκρυ με νόημα, αυτό που βγαίνει από την ψυχή και είναι τόσο δυνατό που μπορεί να χτυπήσει ρεκόρ δεκάλεπτου, ίσως και παραπάνω, γιατί πολύ απλά είναι αυτό που νοιώθουμε και δε μπορούμε άλλο να κρατήσουμε μέσα μας.

Ξεκινώντας με την πρώτη όψη του νομίσματος, το θεατρινίστικο κλάμα.

Θυμάμαι μικρότερη με το που μου χάλαγαν το χατίρι είχα αυτό που λένε «το κλάμα στο τσεπάκι».

Θα έκλαιγα τόσο, ώστε να γίνει αυτό που ήθελα ή να βαρεθώ να κλαίω.

Το δάκρυ αυτό, όμως, απλά για να καταφέρουμε αυτό που θέλουμε και να γίνει εδώ και τώρα, ακολουθεί εμάς τις γυναίκες και λίγο παραπέρα από την κακομαθημένη παιδική ηλικία μας.

Ξέρουμε πως έχουμε άδικο σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά κάποιες φορές δεν μπορούμε να το χωνέψουμε.

Μαλώνουμε, φωνάζουμε και ουρλιάζουμε και όταν η συζήτηση έρθει στο σημείο που πραγματικά δε μας συμφέρει μπήγουμε τα κλάματα για να λυθεί το πρόβλημα.

Μια γυναικούλα των ημερών μας. Κακομαθημένη ενήλικη που δεν μπορεί να παραδεχθεί τα ίδια της τα λάθη και προτιμά να ζει μέσα σε αυτά, παρά να πει την αλήθεια και να προχωρήσει παρακάτω.

Είναι τόσο σύνηθες φαινόμενο που έχω πιάσει και τον εαυτό μου κάποιες φορές να το κάνει.

Οι άνδρες ευαισθητοποιούνται στη όψη των βουρκωμένων ματιών σου και της κόκκινης μυτούλας σου, αλλά δε θα το κάνουν για πολύ.

Τέτοια κλάματα θα έχεις την ευκαιρία να βάλεις λίγες φορές μέσα σε μια σχέση, γιατί βροντοφωνάζουν ψευτιά κι υποκρισία.

Νομίζεις πως καλύπτεις επιεικώς τα λάθη σου μέχρι να τα ξαναβρείς μπροστά σου και να παίξεις για ακόμη μια φορά την κλασσική σκηνούλα που αργά ή γρήγορα θα τον ξενερώσει και θα τρέξει μακριά σου. 

Τώρα ας μεταφερθούμε στο πιο ενδιαφέρον ενδεχόμενο, το κλάμα της ψυχής μας.

Το δάκρυ είναι μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της ανθρώπινης ψυχής, ένα στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τα πλάσματα δίχως συναισθήματα.

Αυτό το μεγαλείο της ψυχής μας, μας δίνει το δάκρυ ως τρόπο να εξωτερικεύσουμε όσα κρατάμε μέσα μας και δεν μπορούμε ώρες ώρες να μιλήσουμε γι’ αυτά.

Πόσες φορές τα δάκρυα έχουν καταφέρει να μας λυτρώσουν, να ελαφρύνουν αυτό που έχουμε μέσα μας σα βαρύ φορτίο.

Δεν μπορούμε πάντα να ερμηνεύσουμε αν κουβαλάμε πόνο, στεναχώρια ή θυμό.

Δεν είναι αλήθεια ότι το κλάμα είναι η εκδήλωση αδυναμίας για να καταφέρουμε να κερδίσουμε προνόμια ή την ανδρική προσοχή που επιζητούμε.

Πολλές φορές σε αυτούς τους μεγάλους τσακωμούς μας, με τους εγωισμούς να έχουν παραδώσει τα όπλα και να σέρνονται στο πάτωμα, το κλάμα αποτελεί το μεγάλο φινάλε.

Η έκφραση αυτή είναι τα υπολείμματα θυμού μέσα μας που δεν βρήκαν άλλο τρόπο να βγουν, δεν τους αρέσουν οι φωνές και τα σπασμένα βάζα, αποφάσισαν να αντιδράσουν βγαίνοντας έξω με τη μορφή δακρύων.

Εξού και η παλιά παροιμία, «Όταν μια γυναίκα χαϊδεύει, διατάσσει. Όταν κλαίει, απειλεί.»

Αυτές τις φορές είναι που και να κερδίσεις την ανδρική αγκαλιά δε θα την θέλεις, γιατί δεν είναι αυτό που εξ’ αρχής ζητούσες.

Έκλαψες και σπάραξες για να ηρεμήσεις την ψυχή σου, μην την φορτώσεις παραπάνω.

Σε αυτή την περίπτωση δεν τίθεται θέμα αν γκόμενος θα πέσει επειδή δάκρυσες και είδε τα μάτια σου κόκκινα.

Τώρα δεν πρόκειται για κλάψα που θα σου περάσει αλλά για το κλάμα που άξιζε ο εαυτός σου και αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο άνθρωπος δίπλα σου, θα δει το βάθος της ψυχής σου και θα το αναγνωρίσει.

Σταμάτα, λοιπόν, να υποκρίνεσαι και να βγάζεις δάκρυα γεμάτα υποκρισία.

Θα συμφωνήσω πως το κλάμα αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά μας όπλα, αλλά μην χαραμίζεις σφαίρες χωρίς λόγο και αιτία.

Κλάψε όταν νοιώθεις πως πρέπει να κλάψεις.

Κάνε το κάθε ξέσπασμά σου ξεχωριστό και με αιτία.

Όσο για την Άγνωστη Ψ, δεν έχω αποφασίσει ακόμη τι κλάμα έριξε, το αφήνω πάνω σου.

Συντάκτης: Δανάη Νάκου