Φανταστείτε για λίγο ότι ζείτε στην Αρχαία Αθήνα, ένα από τα πιο λαμπρά πολιτιστικά κέντρα της Ιστορίας. Κατεβαίνετε στην Αγορά, το πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης. Εκεί, εκτός από τα φρέσκα σύκα και τα πήλινα αγγεία, συναντάτε και… δημόσια «ξεμπροστιάσματα». Αν κάποιος δεν πλήρωσε τα χρέη του, παραμέλησε τις υποχρεώσεις του ή απλώς έκανε κάτι που θεωρήθηκε προσβλητικό για την κοινότητα, οι υπόλοιποι Αθηναίοι δεν το άφηναν να περάσει έτσι. Με δύο λόγια, τον «έκαναν cancel» μπροστά σε όλους! Αυτός ο παραλληλισμός ανάμεσα στην αρχαία Αγορά και τη σύγχρονη «κουλτούρα ακύρωσης» δεν είναι απλά ενδιαφέρων, αλλά αναδεικνύει και κάτι πιο βαθύ: τη διαχρονική ανάγκη των κοινωνιών να θέτουν όρια, να ελέγχουν τη συμπεριφορά και να υπερασπίζονται τις κοινές αξίες.

Η Αγορά ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αγορά. Ήταν το κέντρο της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, όπου οι Αθηναίοι συγκεντρώνονταν για να συζητήσουν τα κοινά. Ωστόσο, δεν ήταν όλα ρόδινα. Εκτός από τα παζάρια και τους φιλοσοφικούς διαλόγους, η Αγορά λειτουργούσε και ως χώρος δημόσιας λογοδοσίας. Στην Αρχαία Αθήνα, η έννοια της «αἰδώς» – της ντροπής – είχε θεμελιώδη σημασία. Όποιος δε συμμορφωνόταν με τις ηθικές και κοινωνικές νόρμες, όπως το να συμμετέχει στα κοινά ή να συμπεριφέρεται με δικαιοσύνη, μπορούσε να αντιμετωπίσει δημόσια κριτική. Οι συμπολίτες του μπορούσαν να τον «καλέσουν στην τάξη» μπροστά σε όλους, με σκοπό να τον ντροπιάσουν, αλλά και να τον ωθήσουν σε αλλαγή συμπεριφοράς. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές πτυχές αυτής της πρακτικής ήταν οι δημόσιες κατηγορίες που εκφωνούνταν ενώπιον του κοινού. Πολίτες μπορούσαν να καταγγείλουν άλλους για πράξεις όπως η αλαζονεία, η ανεντιμότητα ή η αδιαφορία για τα κοινά. Αντίστοιχα, οι κατηγορούμενοι είχαν την ευκαιρία να απολογηθούν και να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν τη φήμη τους. Η διαδικασία αυτή όχι μόνο επέβαλε συνέπειες στους υπαίτιους αλλά και ενίσχυε τη συνοχή της κοινότητας, καθιστώντας σαφή τα όρια αποδεκτής συμπεριφοράς. Η δημόσια επίπληξη στην Αγορά δεν ήταν μόνο μια προσωπική ταπείνωση. Ήταν ένα μέσο με το οποίο η κοινότητα διατηρούσε την ισορροπία και υπενθύμιζε σε όλους τη σημασία της συμμετοχής και του σεβασμού στους κανόνες.

Αν η Αγορά ήταν ο χώρος της δημόσιας κριτικής στην Αρχαία Αθήνα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η παγκόσμια έκδοσή της στο σήμερα. Tο “cancel culture” στο διαδίκτυο ακολουθεί ένα παρόμοιο μοτίβο δημόσιας έκθεσης και κριτικής. Μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, άτομα ή οργανισμοί που θεωρούνται ότι παραβίασαν ηθικούς ή κοινωνικούς κανόνες “καλούνται στη σέντρα” από την κοινότητα. Όπως στην αρχαία Αγορά, η δημόσια αυτή κριτική λειτουργεί ως εργαλείο λογοδοσίας, κάνοντας σαφές ότι ορισμένες συμπεριφορές δε γίνονται αποδεκτές. Όμως, ενώ η Αγορά είχε φυσικά όρια – τόσο γεωγραφικά όσο και χρονικά – το διαδίκτυο λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα και δεν κλείνει ποτέ. Η ταχύτητα με την οποία διαδίδονται οι πληροφορίες και η ανωνυμία που συχνά παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν τη δύναμη, αλλά και τους κινδύνους του «cancel culture». Κάθε λάθος λέξη, πράξη ή δήλωση μπορεί να προκαλέσει μια χιονοστιβάδα αντιδράσεων, με σοβαρές συνέπειες για τη φήμη, την καριέρα ή ακόμα και την ψυχική υγεία ενός ατόμου.

Η ανάγκη για κοινωνική λογοδοσία είναι κοινή και στις δύο περιπτώσεις. Στην Αρχαία Αθήνα, η δημόσια επίπληξη είχε ως στόχο τη διατήρηση της ηθικής τάξης και την προστασία της κοινότητας. Αντίστοιχα, στο «cancel culture», οι συμμετέχοντες συχνά πιστεύουν ότι υπερασπίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Στην Αγορά, η κριτική ήταν δια ζώσης και περιλάμβανε άμεσο διάλογο, κάτι που επέτρεπε στον κατηγορούμενο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Σήμερα, οι διαδικτυακές επιθέσεις είναι συχνά ανώνυμες, μονόπλευρες και βασίζονται σε αποσπασματικές πληροφορίες. Επιπλέον, ενώ στην αρχαιότητα η δημόσια κριτική λειτουργούσε σε μια σχετικά περιορισμένη κοινότητα, το διαδίκτυο δεν έχει γεωγραφικά όρια. Ένα λάθος μπορεί να γίνει viral μέσα σε λίγα λεπτά και να αποκτήσει διεθνή διάσταση. Στην Αθήνα, υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι κατηγορίες βασίζονταν σε προσωπικά κίνητρα ή πολιτικές αντιπαραθέσεις, γεγονός που υπονόμευε την αξιοπιστία του συστήματος. Αντίστοιχα, στο διαδίκτυο, η δημόσια έκθεση μπορεί να γίνει όπλο εκφοβισμού, ενώ η απουσία ουσιαστικού διαλόγου οδηγεί σε διαίρεση και πόλωση.

Τόσο στην Αρχαία Αθήνα όσο και στη σύγχρονη εποχή, η δημόσια κριτική μπορεί να είναι εργαλείο δικαιοσύνης, αλλά και όπλο υπερβολής. Στην Αγορά, η κριτική μπορούσε να οδηγήσει σε αυτοβελτίωση και επανόρθωση. Σήμερα, όμως, το «cancel culture» συχνά δεν αφήνει περιθώρια για διάλογο ή συγχώρεση. Η υπερβολική τιμωρία ή η καταστροφή της φήμης ενός ατόμου μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει: αντί για δικαιοσύνη, να προκαλεί διχασμό, πόλωση και αδικία. Ο παραλληλισμός της αρχαίας Αγοράς και της «cancel culture» μας δείχνει ότι, ενώ τα μέσα αλλάζουν, οι ανθρώπινες ανάγκες παραμένουν οι ίδιες. Θέλουμε δικαιοσύνη, σεβασμό και κοινωνική τάξη. Αλλά για να επιτύχουμε αυτά τα ιδανικά, χρειάζεται να βρίσκουμε τη σωστή ισορροπία. Ας θυμόμαστε, λοιπόν, αυτό που έλεγαν οι Αθηναίοι: «Μέτρον ἄριστον». Η δικαιοσύνη είναι δυνατή μόνο όταν συνοδεύεται από μέτρο, διάλογο και κατανόηση – είτε στην Αγορά της αρχαιότητας είτε στα hashtags του σήμερα.

Συντάκτης: Έφη Ζ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη