Για να ευδοκιμήσει μια σχέση, βασική προϋπόθεση είναι να υπάρξουν σταθερές βάσεις, εμπιστοσύνη, σεβασμός, επικοινωνία και φυσικά να το θέλουν και οι δύο πλευρές, κάτι που δεν μπορεί να υφίσταται αν κι εφόσον οι προθέσεις για τη κοινή πορεία των ενδιαφερομένων δεν είναι απολύτως ξεκάθαρες και στους δύο. Όπως μας δίδαξε και το «treat him like a fling» αν κανένας εκ των δύο δεν κάνει το παραπάνω βήμα ν’ αφαιρέσει από την εξίσωση το «σχεδόν» από τη «σχεδόν σχέση» τότε δεν υπάρχει μέλλον και σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει σχέση. Σαφώς, ακόμα και μετά από αυτό το βήμα, δεν είναι αναγκασμένος κανείς να θέλει το ίδιο, είναι όμως μια βασική αρχή.

 

 

Το μεγάλο ερωτηματικό που αιωρείται πάνω από τις ερωτικές σχέσεις συνεχώς μεγαλώνει, όπως και το χάσμα μεταξύ των συντρόφων όταν ο ένας από τους δύο θελήσει να καθαρίσει το θολό τοπίο, θέτοντας τη γνωστή βαρύγδουπη ερώτηση: «Τελικά εγώ κι εσύ, τι είμαστε;». Μια φαινομενικά ακίνδυνη και φυσιολογική ερώτηση, μόνο που στην πραγματικότητα κατέχει μεγάλη δύναμη αλλά κι ευθύνη ο αποδέκτης της, καθώς καλείται να κάνει μια επιλογή: Να μετατρέψει το situationship σε relationship -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- ή να εγκαταλείψει το πλοίο της αγάπης και να τραπεί σε φυγή; Το βέβαιο πάντως είναι ότι τίποτα δε μένει ίδιο μετά από αυτή την ερώτηση.

Εκτός όμως από τον αποδέκτη, μια εξίσου σημαντική απόφαση έχει λάβει κι ο πομπός, εκείνος δηλαδή που μόλις αντιλήφθηκε ότι αναπτύσσονται συναισθήματα αποφάσισε ότι δεν αρκείται πλέον με όσα προσφέρει ο εκάστοτε σύντροφος και θέλει περισσότερα παίρνοντας το ρίσκο να ανοίξει τα χαρτιά του στο τραπέζι. Κάνοντας το άλμα της πίστης που πιθανόν ν’ αλλάξει για πάντα την πορεία, ή ακόμα και την ίδια τη σχέση, θυσιάζει κι ένα μεγάλο κομμάτι της δύναμής του, καθώς κάνει ξεκάθαρο στο ταίρι του ότι ενδιαφέρεται να εξελίξει τη σχέση μπαίνοντας έτσι σε πιο ευάλωτη θέση. Το ρίσκο όμως πάρθηκε, η ερώτηση τέθηκε και τώρα βρισκόμαστε στο αναμενόμενο σταυροδρόμι.

Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε απάντηση εκτός του «μαζί» φαντάζει άβολη και τρομακτική, παρ’ όλα αυτά πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν είναι τα συναισθήματα πάντα αμοιβαία, δεν επιθυμούν όλοι τη δέσμευση και μια σχεδόν σχέση δεν καταλήγει απαραίτητα σε σχέση ζωής κι αυτό είναι σεβαστό. Δεν μπορούμε να είμαστε συμβατοί με όλους, ούτε χρειάζεται κιόλας, αλλά είναι αναγκαίο να κάνουμε αυτό που αισθανόμαστε μένοντας πιστοί στα «θέλω» μας, άσχετα με το αποτέλεσμα που θα υπάρξει.

Αν αναλογιστεί κανείς τις εμπειρίες του από παρελθοντικές σχέσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει σε εκείνους που νιώθουν άβολα με τη δέσμευση οποιαδήποτε μορφής και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να προβλεφθεί με σιγουριά το αποτέλεσμα μετά από το συγκεκριμένο βήμα -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνει. Ο φόβος της απόρριψης είναι φυσιολογικός αλλά κι ο συμβιβασμός δεν είναι η λύση, καθώς το μόνο που θα προκαλέσει θα είναι καταπίεση και μη ικανοποίηση συναισθηματικών αναγκών, κάτι που με τον ένα τρόπο ή τον άλλον θα οδηγήσει τη σχέση σε τέλμα.

Σοφό είναι λοιπόν, πριν κάποιος αποφασίσει να μπει στο κόσμο του dating, να έχει δώσει προσωπικό χρόνο στον εαυτό του ν’ ανακαλύψει τα θέλω του και να θέσει κάποια απαραίτητα standards ώστε να επιλέξει εκείνο το ταίρι που θέλει να έχει στη ζωή του. Ομοίως να κατανοήσει τι είναι διατεθειμένος κανείς να προσφέρει, για ν’ αποφευχθεί όσο γίνεται ο περίσσιος πόνος από συναισθηματικά μη διαθέσιμους ανθρώπους. Ας λάβουμε υπόψιν ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι το αποτέλεσμα θα απογοητεύσει ή και το αντίθετο, αλλά κι ότι κανείς δεν έμαθε, χωρίς να πάθει πρώτα. Η αγάπη έχει πολλά να προσφέρει σε εκείνους που ξέρουν πώς, αλλά κι από πού να ζητήσουν.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου