Υπάρχουν άνθρωποι που τους βλέπεις συχνά, είναι αυτοί που αποκαλείς δικούς σου, είναι αυτοί που δεν περνάει μέρα δίχως ν’ ανταλλάξετε ένα τηλεφώνημα. Υπάρχουν κι άλλοι που τους αγαπάς με όλη σου την καρδιά, αλλά σας χωρίζει μια απόσταση που δε σας επιτρέπει να βρίσκεστε τόσο συχνά όσο θα θέλατε. Δε σκοπεύω, λοιπόν, να μιλήσω ούτε για τους μεν ούτε για τους δε, γιατί και για τις δύο περιπτώσεις ισχύει το ίδιο. Πρώτα κατάφεραν κι έγιναν δικοί σου άνθρωποι κι ύστερα έτυχε να μένουν στην ίδια πόλη μ’ εσένα είτε έτυχε να φύγουν κυριολεκτικά μακριά σου. Όλα καλά μ’ αυτούς και δε συντρέχει κανένας απολύτως λόγος για προβληματισμούς.

Κάποιοι άλλοι είναι που σε προβληματίζουν. Είναι εκείνοι που βρίσκονται κοντά σου, είστε δυο βήματα ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά δε βρίσκεστε. Αυτοί που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε εγκάρδιους φίλους και σχέσεις ζωής –και πολύ θα το ‘θελες– αλλά όλο κάτι προκύπτει. Πολλές δουλειές, βλέπεις, πολλές υποχρεώσεις και καθόλου ελεύθερος χρόνος, λένε.

Η αλήθεια είναι πως όλοι έχουμε πράγματα να κάνουμε, τα οποία δεν μπορούμε ν’ αμελήσουμε ούτε ν’ αναβάλλουμε κι αυτό είναι απόλυτα κατανοητό κι αποδεκτό. Μα όταν θέλουμε να βάλουμε κάποια άτομα στη ζωή μας, θα τα στριμώξουμε όλα, θα ζοριστούμε, θ’ αλλάξουμε το πρόγραμμά μας και θα τα χωρέσουμε κι αυτά. Σίγουρα σου έχει συμβεί να θέλεις τόσο πολύ να κρατήσεις ζωντανή την επαφή μ’ έναν άνθρωπο, που τα κάνεις όλα στην άκρη. Γιατί το δικό του πρόγραμμα, οι δικές του ασχολίες είναι πιο σημαντικές απ’ τις δικές σου.

Είναι εξάλλου κι εκείνες οι βαρύγδουπες δηλώσεις του τύπου «πνίγομαι», που σε κάνουν να θες διακαώς να χωρέσεις στο πρόγραμμά τους με οποιοδήποτε κόστος. Επομένως, ναι, θα βρεθείτε όποτε ο άλλος μπορεί, όποτε ο άλλος έχει μια ώρα στη διάθεσή του -και πολύ λέω. Αποδεδειγμένα εκείνος ο άλλος ή η άλλη έχει πιο βαριά καθημερινότητα απ’ τη δικιά σου, οπότε εσύ είσαι αυτός που πρέπει πραγματικά ν’ αγωνιστείς για να κρατηθείς στη ζωή του.

Μα τι βλακείες είναι αυτές; Είναι δυνατόν να κρατήσεις μια ανθρώπινη σχέση με νύχια και με δόντια; Είναι δυνατόν να προσπαθείς μόνο εσύ να κρατήσεις την επικοινωνία και την επαφή ζωντανή; Δε γίνονται αυτά με το ζόρι. Ψάξε λίγο βαθύτερα, σκέψου λίγο πιο προσεκτικά. Αν εσύ σταματήσεις να κυνηγάς μια συνάντηση κι ένα τηλεφώνημα, τι θα γίνει; Το πιο πιθανό είναι πως μ’ αυτό τον άνθρωπο θα χαθείτε. Καμία δικαιολογία δεν αποτελεί –για να σε προλάβω– το γεγονός ότι εσύ είσαι πιο οργανωτικός με το χρόνο σου. Δεν έχει ο άλλος ασυλία επειδή η ζωή του είναι ένα χάος που δεν έχει μάθει να τη διαχειρίζεται. Αυτός το επέλεξε το χάος κι είναι στο χέρι του να το αλλάξει, όμως μάντεψε, δεν το κάνει.

Είναι σαν να προσπαθείς να τον αλλάξεις, να τον κάνεις κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι. Δεν είναι στα σημεία οι διαφορές σας μ’ εκείνον, είναι ολόκληρη νοοτροπία, ολόκληρος τρόπος ζωής από πίσω. Εσύ δεν ανήκεις στο χάος του κι ούτε είσαι μέρος της ζωής του. Αν πάψεις να επιμένεις, θα ξενερώσεις. Έτσι κι αλλιώς, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα ξενερώνουν, δεν το ξέρεις;

Θυμίζει λίγο τους παλιούς πολιτικούς το σενάριο που σε κάθε ομιλία τους μπορούσες άνετα να μετρήσεις σαράντα δύο «θα». Έτσι κι εκείνοι οι άνθρωποι σου λένε, σου υπόσχονται κι αν τους βάλεις να ορκιστούν, θα το κάνουν, πως θα βρεθείτε, πως θα κανονίσετε. Για να σε πείσουν μάλιστα και να σε καθησυχάσουν σου ορίζουν ημερομηνία κι ώρα, μάταια όμως. Η συνάντηση ακυρώνεται, αναβάλλεται, γιατί έτυχε, γιατί προέκυψε κάτι πολύ σημαντικό, κάτι πολύ πολύ σοβαρό.

Και ξανά προς τη δόξα τραβά. «Θα κανονίσουμε, θα μιλήσουμε» κι όλο αυτό θα συνεχίζεται αιώνια αν εσύ τ’ αφήσεις. Όταν, όμως, αρχίζεις να παίρνεις στροφές, απογοητεύεσαι. Κουράζεσαι και λαχανιάζεις και το παρατάς το κυνηγητό. Δεν σας το ‘χει γράψει η μοίρα να δεθείτε, σας έχει γράψει να είστε δύο απλοί γνωστοί. Ξενέρωσες; Αποδέξου το. Το έχω ξαναπεί και θα το ξαναπώ πως τα πράγματα είναι πιο απλά απ’ όσο δείχνουν. Εμείς είμαστε αυτοί που τα περιπλέκουμε.

Όσο, λοιπόν, εσύ ξενερώνεις αργά και σταθερά, να είσαι σίγουρος πως ο άλλος δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν παίρνει χαμπάρι και ζει στον κόσμο του. Νομίζει πως όλα είναι καλά μεταξύ σας, πως τίποτα δεν άλλαξε, τίποτα δεν έσπασε και τίποτα δε χάλασε. Θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο να σε συναντάει τυχαία μία φορά το μήνα και θ’ αντιδρά λες και σε είδε χθες. Μην του τη χαρίσεις, όμως, δείξε του με τον τρόπο σου πως τίποτα δε σας συνδέει. Δείξε του πως όταν η επαφή είναι εικονική κι όταν η επικοινωνία δεν είναι ουσιαστική, δεν υπάρχει κανένα είδος σύνδεσης μεταξύ σας.

Στην τελική, δεν αξίζει να μπεις στη διαδικασία για μάτια που σε ξενερώνουν και κρατούν απόσταση από ‘σένα. Υπάρχουν άλλα μάτια πολύ πιο σημαντικά, που αξίζουν το χρόνο σου και την προσοχή σου. Άσε όλους τους άλλους με την απορία, άφησέ τους πολύ απλά στην απ’ έξω, όπως σε αφήνουν κι αυτοί.

 

Συντάκτης: Ντέμη Κάργατζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη