Η ώρα πέντε τα ξημερώματα. To μαγαζί σχεδόν άδειο. Η μπάρα ξύλινη. Το ποτήρι άδειο. Μια μουσική αδιάφορη.

«Το ίδιο», γνέφω με το χέρι στην μπαργούμαν. Οι μόνες λέξεις που άκουσε από μένα ήταν η παραγγελία μου, ώρες πριν. «Διπλό Jack Daniels με πάγο». Θαρρείς και από τότε έχασα τη μιλιά μου. Μόνο νοήματα. Εκείνη συγκαταβατικά με σερβίρει. «Κερασμένο», μου λέει. Πίνω μια μεγάλη γουλιά και ακουμπώ το ποτήρι στην μπάρα.

Στην παρακμή αυτού του μέρους βρίσκω μια ανεξήγητη ελευθερία. Σαν τον φυλακισμένο που μια φορά τη μέρα του επιτρέπουν να κάνει βόλτα στο προαύλιο, να δει λίγο ουρανό. Άνθρωποι ελάχιστοι. Η τύπισσα όσο αλκοόλ ζητώ, μου δίνει. Αυτό κυλάει στα σωθικά μου. Ηρεμώ προς στιγμήν. Νιώθω ότι ανοίγω μια πόρτα και βγαίνω για λίγο έξω από το δωμάτιο της ζωής, κλειδώνοντας μέσα όλα τα προβλήματά μου.

«Ναι αλλά αυτά μένουν εκεί», ξεκινάει μια φωνή μέσα μου. «Εθελοτυφλείς, αν πιστεύεις ότι θα λυθούν αποφεύγοντάς τα». Άλλο πάλι και τούτο. Τι σόι φωνή είναι αυτή; Από πού εμφανίστηκε; Παρά την έκπληξή μου, μηχανικά αρχίζω να προβάλω τις πρώτες δικαιολογίες. Δεν ξέρει ότι φταίνε οι άλλοι; Εγώ; Εγώ αγάπησα και με πρόδωσαν. Εγώ; Εγώ έκανα λάθος, μα άνθρωπος είμαι, δε συγχωρούνται τα λάθη; Εγώ; Εγώ είμαι άτυχος. Εγώ; Εγώ έχω τα προβλήματά μου, αλλά κανένας δεν απλώνει το χέρι να με σώσει. Συνεχίζω να πίνω νιώθοντας μια στιγμιαία δικαίωση· είναι προφανές, δε φταίω πουθενά και η φωνή πρέπει να το καταλάβει.

«Και γιατί να σε σώσει ρε;» επανέρχεται η ενοχλητική φωνή. «Ποιος είσαι εσύ δηλαδή, τι ξεχωριστό έχεις; Ή βασικά, τι δεν έχεις; Την υγεία σου την έχεις;». Την έχω είναι η αλήθεια. Όσο και αν με αυτά που κάνω, παλεύω για το αντίθετο, την έχω. «Το ξέρεις ρε ότι άλλοι αυτοί τη στιγμή παλεύουν για να ζήσουν; Εσύ πατάς στα δυο σου πόδια, είσαι γερός. Το εκτιμάς αυτό;». Σκύβω το κεφάλι. Τι να πω; Μένω σιωπηλός.

«Σε πρόδωσαν λες», ασταμάτητη η φωνή. «Εσύ ρε δεν έχεις κοροϊδέψει; Δεν έχεις προδώσει;». Τι να απαντήσω; Το έχω κάνει. «Τότε όμως γελούσες, δε σκεφτόσουν αν έκανες κακό, αν πλήγωσες. Δε σε ένοιαζε. Ήσουν καβάλα στο άλογο. Τώρα κάνεις τον θιγμένο». Ένας κόμπος στο στήθος. Ακόμα μία γουλιά. Θα ακούσω πολλά.

«Λες ότι δε σου αρέσει ο εαυτός σου, όταν κοιτάς τον καθρέφτη». Η φωνή ακούραστη, συνεχίζει σε μεγαλύτερη ένταση. Ξέρει. «Τι θυσίες κάνεις για αυτόν; Περιμένεις μια μέρα να ξυπνήσεις και να είσαι όπως θέλεις; Έτσι απλά, επειδή είσαι εσύ; Γκρίνιαξε λίγο ακόμα για το πόσο χάλια είσαι, άντε». Αρχίζει να μου τη σπάει. Ρε που μπλέξαμε.

«Έχεις προβλήματα. Στη δουλειά, στην οικογένεια. Συγχαρητήρια, κερδίζεις! Είσαι ο πρώτος άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας που του συμβαίνει! Πρέπει όλος ο κόσμος να σε λυπάται, να σε ανέχεται, να δείχνει κατανόηση, έτσι; Άλλωστε, κανένας δεν αντιμετωπίζει προβλήματα σαν τα δικά σου!». Παραγίνεται ειρωνική η φωνή. Άσε που δείχνει να με διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο. Με ξεγυμνώνει, με βάζει απέναντι από τον ίδιο μου τον εαυτό, με αναγκάζει να δω μια αλήθεια διαφορετική από αυτή που θα ήθελα να ισχύει, ισοπεδώνει τις ωραίες μου εξηγήσεις για όλα τα άσχημα που μου συμβαίνουν. Ευάλωτος. Αυτό είμαι. Το ποτό τελειώνει. Γνέφω. Το ίδιο. Ξανά κερασμένο. 

«Έλα, μην ντρέπεσαι, πες ότι ζηλεύεις τον κόσμο γύρω σου». Όσο πάει και το χοντραίνει το παιχνίδι η φωνή. «Πες το ρε. Ζηλεύεις τους ανθρώπους. Βγάζεις κακία. Που χαμογελάνε, που έχουν τον άνθρωπό τους, που έχουν πετύχει περισσότερα από σένα, που έχουν βάλει τη ζωή τους σε μία τάξη. Τους έχουν έρθει εύκολα έτσι; Αυτό σε βολεύει να λες; Αυτοί δεν αγωνίστηκαν, ε; Δεν πόνεσαν; Τους ρώτησες ποτέ τι αγώνες έκαναν; Αν έδωσαν μάχες; Τσαλακώθηκες ρε μπροστά τους ποτέ; Ζήτησες συμβουλές; Ζήτησες βοήθεια;». Νιώθω σαν τον μποξέρ που ο αντίπαλος του τον έχει βάλει στη γωνία του ρινγκ με αλλεπάλληλα χτυπήματα. Και αυτές οι γαμημένες λέξεις πονάνε εκατό φορές περισσότερο από γροθιές. Μαχαιριές στην καρδιά είναι. Αυτή η περίεργη φωνή που εμφανίστηκε από το πουθενά μες το πιώμα μου, λάθος κουβέντα δεν μου έχει πει απόψε. Μόνο αλήθειες. Αλήθειες που αποφεύγω εδώ και καιρό, που δεν είχα το θάρρος να ακούσω. Γιατί φοβόμουν. Δεν αντέχω πια ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Τότε η φωνή ξεσπάει.

«Τέλος. Το καταλαβαίνεις ρε; Τέλος! Σταμάτα να περιμένεις εκείνο το μαγικό χέρι που θα σε σώσει. Εσύ, μόνο εσύ θα σώσεις τον εαυτό σου! Πάψε να κατηγορείς τους άλλους για τις δυσκολίες της ζωής σου. Αγάπα την ευθύνη, την πρωτοβουλία, κοίταξε τα προβλήματα κατάματα. Πάλεψε ρε. Μην τα παρατάς. Ό,τι και να γίνει, πολέμα. Έπεσες; Και τι έγινε; Σήκω και πολέμα με μεγαλύτερη λύσσα! Ζήσε ρε, είναι ωραία η ζωή. Κοίτα γύρω σου, πόσοι δεν έχουν αυτό το προνόμιο. Άλλαξε ό,τι δε σου αρέσει. Γροθιά στο μαχαίρι. Έτσι πετυχαίνουν όλοι. Κανένας δεν τα βρίσκει έτοιμα. Ψάξε δίπλα σου για συμμάχους, όχι για εχθρούς. Όπως σε πλήγωσαν, έτσι πλήγωσες και εσύ. Προχώρα! Αγάπα επιτέλους τον εαυτό σου.»

Δεν ξέρω από πού εμφανίστηκε αυτή η φωνή. Ξέρω όμως ότι με ταρακούνησε συθέμελα. Καιρό αρνιόμουν να δω την πραγματικότητα. Όσο αδύναμο με έκανε στην αρχή τόσο με πείσμωσε. Να γυρίσω σε εκείνο το δωμάτιο με τα προβλήματα και να τα αντιμετωπίσω ένα-ένα. Να πολεμήσω και να νικήσω.

Το μαγαζί έχει αδειάσει. Η μπαργούμαν, μόνη της πια, έχει συμμαζέψει τα πάντα, εκτός από το ποτήρι μου, μα υπομονετικά με περιμένει. «Τραβάς τα ζόρια σου και εσύ ε;», μου λέει με ένα χαμόγελο. «Θα τη βρω την άκρη μου», της απαντάω ήρεμος. Της πληρώνω τα ποτά και φεύγω. «Φαίνεσαι εντάξει παιδί», συνεχίζει, «αν χρειάζεσαι να μιλήσεις κάπου μη διστάσεις». Κοντοστέκομαι. Την κοιτάω. «Σε ευχαριστώ, μα απόψε εδώ στην μπάρα σου μίλησα με αυτόν που έπρεπε». Με κοιτάει απορημένα. Όλο το βράδυ τα έπινα μόνος.

Βγαίνω από το μαγαζί. Ο ήλιος έχει ανατείλει. Νέα μέρα ξεκινάει. Νέα αρχή. «Θα τα καταφέρω ρε γαμώτο!».

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα