

Η Μπανγκόκ, με τις φωτεινές της πινακίδες, τη γαστρονομική της εξτραβαγκάντζα και τα μυριάδες χαμόγελα, κρύβει πίσω από τη λαμπερή της βιτρίνα μια σκοτεινή αλήθεια. Ανάμεσα στα πιο διάσημα, αλλά και αμφιλεγόμενα, «θεάματα» της πόλης είναι τα λεγόμενα ping pong shows, παραστάσεις στις οποίες γυναίκες χρησιμοποιούν το σώμα τους, και πιο συγκεκριμένα τον κόλπο τους, για να εκτελούν ακροβατικά με αντικείμενα: από μπαλάκια του πινγκ πονγκ και ξυραφάκια μέχρι σφυρίχτρες, μαρκαδόρους ή και… σούπες. Όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται αυτό, δεν πρόκειται για αστικό μύθο. Είναι μια πραγματικότητα που συντελείται εδώ και δεκαετίες, εντός της τουριστικής βιτρίνας της Ταϊλάνδης.
Ο τουρίστας που μπαίνει, από περιέργεια ή επειδή “όλοι πάνε”, στις συνοικίες Patpong, Nana Plaza ή Soi Cowboy, συνήθως νομίζει ότι θα παρακολουθήσει κάτι «πικάντικο», κάτι τολμηρό, κάτι αθώα αισθησιακό. Αντ’ αυτού, έρχεται αντιμέτωπος με μια εικόνα που περισσότερο μοιάζει με β1αιο σωματικό βασανισμό παρά με ερωτική παράσταση. Οι περισσότερες γυναίκες που συμμετέχουν είναι εμφανώς κουρασμένες, πολλές φορές υπό την επήρεια ουσιών, και εκτελούν κινήσεις που δεν έχουν τίποτα το απελευθερωμένο ή ηδ0νικό, είναι ένα σώμα που δουλεύει, που προσφέρεται ως “ατραξιόν” για τα βλέμματα τουριστών που πληρώνουν για να το παρατηρούν αμήχανα ή να γελούν.
Πέρα από το σοκ που προκαλούν οι ίδιες οι παραστάσεις, το πιο βαθύ τραύμα βρίσκεται στη δομή ισχύος που κρύβεται από πίσω. Οι περισσότεροι θεατές είναι λευκοί τουρίστες, κυρίως από Ευρώπη, ΗΠΑ και Αυστραλία, οι οποίοι, συχνά ασυνείδητα, αναπαράγουν την αποικιοκρατική φαντασίωση του εξωτικού “άλλου”. Η γυναίκα της Ανατολής, παθητική, ευλύγιστη, πρόθυμη, καταναλώνεται ως προϊόν. Είτε πρόκειται για άντρες που αναζητούν σ3ξοτουρισμό είτε, πιο κυνικά, για «φεμινίστριες περιηγητές» που παρακολουθούν με χιουμοριστική περιέργεια, η συμμετοχή ισοδυναμεί με αποδοχή της εκμετάλλευσης.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι αυτά τα σόου είναι εξευτελιστικά, αλλά ότι η ύπαρξή τους στηρίζεται σε έναν παγκόσμιο ταξικό και φυλετικό καταμερισμό: φτωχές γυναίκες της περιφέρειας προσφέρουν το σώμα τους για το θέαμα πλουσίων τουριστών της Δύσης. Είναι μια παράσταση δύναμης και όπως κάθε τέτοια, τρέφεται από την ανοχή και την επιθυμία του κοινού της. Πολλές από τις εργαζόμενες στα ping pong shows δεν μπήκαν εκεί από «επιλογή». Πολλές προέρχονται από αγροτικές περιοχές της Ταϊλάνδης ή γειτονικές χώρες όπως το Λάος και η Καμπότζη, και καταλήγουν στη βιομηχανία του σ3ξ ως μοναδική διέξοδο για την επιβίωση. Αρκετές στρατολογούνται μέσω μεσαζόντων, και πολλές οφείλουν «χρέη» σε μπαρ, ιδιοκτήτες ή διακινητές. Το σώμα τους δεν τους ανήκει πλήρως, λειτουργεί ως εργαλείο ξεχρέωσης ή ως αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Επιπλέον, υπάρχουν πολυάριθμες καταγγελίες για εξαπάτηση τουριστών, εκβιασμούς και απειλές όταν οι πελάτες αρνούνται να πληρώσουν τις εξωφρενικές τιμές ή όταν καταλαβαίνουν ότι εξαπατήθηκαν. Ένα ποτό μπορεί να κοστίσει 100 ευρώ, και η «δωρεάν είσοδος» μετατρέπεται σε υποχρέωση εξόφλησης ενός αλκοολικού λογαριασμού. Το να επισκεφθεί κανείς ένα τέτοιο show δεν είναι μια αθώα “πολιτισμική εμπειρία” ούτε ένα edgy τουριστικό πέρασμα. Είναι συνενοχή σε ένα σύστημα καταπίεσης και εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος. Η ειρωνεία; Πολλοί τουρίστες, ακόμη και γυναίκες, θα πουν: “Μα εγώ ήμουν απλώς περίεργη. Ήθελα να δω τι είναι.” Όμως η περιέργεια αυτή, όταν δε συνοδεύεται από ενσυναίσθηση ή αλληλεγγύη, γίνεται κυνική. Τρέφει αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι παρατηρεί «με αποστασιοποίηση».
Αν ο τουρισμός πρόκειται να είναι μια πράξη γνωριμίας με μια ξένη κουλτούρα, τότε οφείλει να μην εξευτελίζει. Αν πρόκειται να στηρίζει τοπικές οικονομίες, τότε πρέπει να στηρίζει και τους ανθρώπους, όχι τα κυκλώματα που τους εκμεταλλεύονται. Και αν πράγματι θέλουμε να δούμε κάτι «αυθεντικό» σε μια ξένη χώρα, ας μην είναι το αποτέλεσμα του πιο απάνθρωπου συμβιβασμού: της μετατροπής του σώματος σε αξιοθέατο για λίγα μπατ.
Τα ping pong shows δεν είναι αστεία. Δεν είναι αθώα. Είναι το σύμπτωμα ενός βαθύτερου παγκόσμιου προβλήματος: της διασταύρωσης του φτωχού Νότου με τον πλούσιο Βορρά, του γυναικείου σώματος με την πατριαρχία, της ερωτικής επιθυμίας με την οικονομική απόγνωση. Κάθε μας βήμα, κάθε «περιήγηση», κάθε «περιέργεια» στον κόσμο είναι μια πράξη με ηθικό βάρος. Και όταν πατάμε στις πληγές των άλλων για να πλουτίσουμε τις εμπειρίες μας, τότε δεν είμαστε ταξιδιώτες. Είμαστε απλώς καταναλωτές της ανθρώπινης δυστυχίας.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη