Γράφει Ο Μιχάλης Μαρκοδημητράκης.

 

Η είδηση παρουσιάστηκε ως εξής: «Υπό αδιευκρίνιστες έως τώρα συνθήκες, ένας από τους αστυνομικούς πυροβόλησε και σκότωσε 20χρονο αλλοδαπό.» Ο 20χρονος οδηγούσε κλεμμένο όχημα, και οι αστυνομικές διαρροές μιλούν για διακινητή προσφύγων και μεταναστών.[1]

Τα ειδησεογραφικά δελτία δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα, οι ιστότοποι έθαψαν την είδηση μετά από λίγο, ή μάλλον επικεντρώθηκαν στην τύχη του αστυνομικού -έγινε και μια αναφορά στα ραδιόφωνα.

Η δημοσιογραφική κάλυψη, ως συνήθως, αφορούσε στο αδίκημα που διέπραττε το θύμα εκείνη την ώρα, στα αδικήματα που είχε διαπράξει, αλλά και το γεγονός ότι ήταν αλλοδαπός. Μόνο που ο αστυνομικός που εκτέλεσε τον νεαρό Συριακής καταγωγής δεν είχε καμία δυνατότητα να γνωρίζει το παρελθόν του εκείνη τη στιγμή, αλλά και καμία δικαιοδοσία να τον πυροβολήσει, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει πεζός.

Και αφού τελειώσαμε με τα γεγονότα της είδησης και την πλευρά της αστυνομίας (στην οποία θα επανέλθω στο τέλος), υπάρχουν κάποια πράγματα που ως Έλληνα πολίτη με τρομάζουν. Τρομάζω με μια Ελληνική Αστυνομία που ξυλοκοπεί και πυροβολεί υπόπτους βάσει του χρώματος του δέρματος τους, τα ρούχα που φοράνε, τη γλώσσα που μιλάνε, και το μέρος που βρίσκονται.

Τρομάζω με μια Ελληνική Αστυνομία που έχει στις τάξεις της προσωπικό που ψηφίζει μαζικά ακροδεξιά: Στην ανάλυση των «Νέων» το ποσοστό των αστυνομικών που ψήφισε τους «Σπαρτιάτες» κυμαίνεται από 10-20%, παρόμοιο με τα ποσοστά που λάμβανε η Χρυσή Αυγή, ειδικά αν αθροιστεί με τα ποσοστά της «Νίκης» του έτερου φασιστικής έμπνευσης μορφώματος της Βουλής.[2]

Τρομάζω που έσπευσε κοινοβουλευτικό κόμμα να υπερασπιστεί εν ψυχρώ δολοφονία ανθρώπου, και στη συνέχεια να υποστηρίξει σθεναρά μαζικές απελάσεις και δρακόντειες ποινές. Δε μάθαμε τίποτα φαίνεται από την προηγούμενη δεκαετία, το αίμα που κύλησε από τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, και τους ξυλοδαρμούς ανθρώπων από τάγματα εφόδου και μαχαιροβγάλτες του κοινού ποινικού δικαίου, δεν άφησε η φρίκη λεκέδες στις συνειδήσεις ευσεβών συμπολιτών μας.

Τρομάζω με τη Δικαιοσύνη που έσπευσε να αφήσει ελεύθερο μετά την απολογία του τον αστυνομικό-δολοφόνο, γιατί προφανώς έκριναν ότι δεν είναι ύποπτος φυγής ή τέλεσης άλλων αξιόποινων πράξεων. Βέβαια, αστυνομικές πηγές αναφέρουν ότι στην απολογία του ο αστυνομικός υποστήριξε ότι κατά την καταδίωξη σκόνταψε σε κάτι σίτες, με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει το όπλο που κρατούσε και να τραυματίσει θανάσιμα τον καταδιωκόμενο.

Όσοι έχουν χειριστεί όπλα στη ζωή τους, και στην Ελλάδα αυτό σημαίνει οι περισσότεροι άνδρες λόγω στρατιωτικής θητείας, έχουν περάσει μια πολύ βασική εκπαίδευση ασφαλείας στην αποθήκευση, μεταφορά, και χρήση όπλου, ιδιαίτερα γεμάτου.

 

Φανταστείτε λοιπόν το εξής:

Έναν ξέπνοο 45χρονο αστυνομικό, να τρέχει με το όπλο στο χέρι, έχοντας απασφαλίσει, να καταδιώκει ένα 20χρονο, να σκοντάφτει σε σίτες, να πυροβολεί κατά λάθος, και να πετυχαίνει τον καταδιωκόμενο σε ζωτικό σημείο, τραυματίζοντας τον θανάσιμα.

Αυτό είναι το σενάριο που διακινεί η Ελληνική Αστυνομία. Με άλλα λόγια, καλούμαστε ως πολίτες να πιστέψουμε ότι τα όργανα της τάξης είναι είτε εξαιρετικά άτυχοι, είτε ανίκανοι, είτε έχουν μια τάση να δολοφονούν ανθρώπους (βλέπε περιπτώσεις Σαμπάνη και Φραγκούλη).

Σε πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από τη «Δράση Αστυνομικών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου» σε συνεργασία με το Πάντειο και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, οι συμμετέχοντες αστυνομικοί, στην πλειοψηφία τους υψηλόβαθμοι, απάντησαν ότι αδικούνται από τα ΜΜΕ, ενώ το 40% δήλωσαν ότι το επάγγελμα που έχουν επιλέξει τους δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα, άλλοτε υπερηφάνεια και άλλοτε ντροπή.[3]

Και αν για το προσωπικό της ΕΛΑΣ το θέμα της επιλογής επαγγέλματος προκαλεί υπαρξιακές ανησυχίες, εδραιώνεται στους πολίτες η αίσθηση, μέσω της συστηματικής ατιμωρησίας των αστυνομικών που παραβαίνουν το καθήκον τους, ότι αυτοί που έχουν καθήκον να μας προστατεύουν έχουν καταλήξει δικαστές και εκτελεστές. Είναι μαθηματικά βέβαιο, ότι χωρίς να γίνουν δραστικές ενέργειες για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ της αστυνομίας και των πολιτών, οι κοινωνικές αντιδράσεις δε θα αργήσουν.

Άλλωστε το 2008 δεν είναι τόσο μακριά. Και τότε, για σφαίρα που «εξοστρακίστηκε» μίλησαν κάποιοι.

Πηγή Φωτογραφίας

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου