Πολλοί άνθρωποι καθώς μεγαλώνουν έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν τη ζωή τους σαν μια λίστα με κουτάκια από δίπλα όπου συμπληρώνουν ό,τι κατάφεραν να καλύψουν μέχρι τώρα. Τι γίνεται όμως όταν το κουτάκι δίπλα στον τομέα που λέγεται προσωπική ζωή παραμένει κενό;

Ενδεχομένως το κενό αυτό να υπάρχει επειδή προτίμησαν να ασχοληθούν με την επαγγελματική τους καριέρα ή απλώς να δεν έτυχε να βρουν ακόμα τον κατάλληλο σύντροφο. Όσο περνάει ο καιρός όμως πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους θα το σκεφτούν υπερβολικά πολύ να βγουν ένα ραντεβού αλλά και να γίνει αυτό θα είναι σκληροί διαπραγματευτές, κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερη εξοικονόμηση κόπου και χρόνου.

Βλέπουμε λοιπόν πολλούς να κάνουν «συμφωνίες» σχέσεων και να μπαίνουν σε αυτές χωρίς κανένα ρίσκο, χωρίς καμία αβεβαιότητα, αφού έχουν φροντίσει εξαρχής να συστηθούν και να ξεκαθαρίσουν τις προθέσεις τους σε αυτόν το νέο άνθρωπο που πάνε να βάλουν στη ζωή τους. Επιδιώκουν, όπως και στους άλλους τομείς της ζωής τους πλέον, να βάλουν αυτή τη νέα σχέση σε ατσάλινα καλούπια, να την προγραμματίσουν με χειρουργική ακρίβεια, όπως προγραμματίζουν τις συναντήσεις με τους πελάτες τους στη δουλειά, ή όπως προγραμματίζουν τα ραντεβού με το λογιστή τους, τον οδοντίατρό τους, ίσως και τον κομμωτή τους.

Μα γιατί όλη αυτή η εμμονή με την οργάνωση και των έλεγχο των πάντων; Γιατί τόση δίψα να οριοθετήσουμε τον άλλον και να του κόψουμε τον αέρα από την πρώτη κιόλας μέρα;  Γιατί δε μας ενδιαφέρει πραγματικά να γνωρίσουμε τον άλλο; Γιατί το πρώτο ραντεβού έχει ανησυχητικά πολλές ομοιότητες με μια συνέντευξη για δουλειά;

Ίσως να φταίει ότι πλέον επικεντρωνόμαστε περισσότερο στην επαγγελματική μας σταθερότητα και ανέλιξη και έπειτα στη δημιουργία μιας οικογένειας. Ίσως να φοβόμαστε τις «βαλίτσες» που κουβαλάει ο άλλος, από τις προηγούμενες του σχέσεις. Ίσως φοβόμαστε ακόμα και τις δικές μας, αφού αρνούμαστε να τις αδειάσουμε, να τις καθαρίσουμε και να τις ξαναγεμίσουμε με την ολοκαίνουρια εκδοχή του εαυτού μας. Ίσως, οι τόσες άχρηστες και άχαρες υποχρεώσεις που έχουν γεμίσει την ατζέντα μας και η ανάλωση σε ανθρώπους και καταστάσεις που δε μας ταιριάζουν και δεν είναι ραμμένες στα μέτρα μας, μας έχουν αποξενώσει από τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και από τη λαχτάρα και την ανάγκη να γνωρίσουμε πραγματικά και ουσιαστικά τον άλλο.

Δυστυχώς, δε μας νοιάζει τόσο ποιος είναι, τι όνειρα έχει για τη ζωή του, ποια είναι η κοσμοθεωρία του, αλλά εστιάζουμε στο τι δουλειά κάνει, ποιο είναι το κοινωνικό του status και ποια μάρκα ρούχων προτιμάει.

Πιστεύουμε λοιπόν ότι μ’ αυτό τον άμεσο και γρήγορο τρόπο, θα αποφύγουμε τις στιγμές εκείνες του πόνου, των προβληματισμών και των αποριών που γεννιούνται μέσα από το ξεκίνημα μιας σχέσης. Της αγωνίας για το πού είναι ο άλλος και γιατί δε μας έχει πάρει ακόμα τηλέφωνο, για το αν συνεχίζει να μας γουστάρει και μας θέλει στη ζωή του, για το αν είναι πολύ χαλαρό αυτό που έχουμε και χρειάζεται μια πιο σοβαρή και δομημένη συζήτηση γύρω από τη σχέση μας.

Όλα αυτά είναι στάδια τα οποία πρέπει να βιώσουμε και να γευτούμε, στάδια που θα μας κάνουν να δούμε πιο καθαρά τον άλλον, κατανοώντας τα όριά του και θέτοντας κι εμείς τα δικά μας. Θέλει υπομονή κι όχι ανυπομονησία ή δημιουργία δεσμών κατά παραγγελία. Ο άνθρωπος που έχουμε απέναντι μας είναι ένας ενήλικος άνθρωπος (ώριμος ή μη) ο οποίος ζητάει κάτι από τη ζωή του και κατ’ επέκταση κι από εμάς. Αυτό που θα δούμε από αυτόν τον άνθρωπο έχει ως επί τω πλείστον άμεση σχέση και με τη δική μας στάση και συμπεριφορά. Δε χρειάζεται σε καμία περίπτωση να βιαστούμε να τον κρίνουμε. Αντιθέτως θα πρέπει να του δώσουμε το χρόνο να ξετυλίξει το κουβάρι της δικής του προσωπικότητας.

Μεγάλα παιδιά είμαστε, ξέρουμε τι θέλουμε και δύσκολα πέφτουμε στην παγίδα να βαφτίσουμε έρωτα το συμβιβασμό ή το φόβο της μοναξιάς. Έχουμε μάθει να τα ξεχωρίζουμε. Έτσι δεν είναι;

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Εφρεμίδη