Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνια πραγματοποίησαν έξι μελέτες για να δουν πώς οι άνθρωποι κατά το τελευταίο έτος της δεκαετίας των 20, 30, 40 και 50 άλλαξαν τη συμπεριφορά τους. Διαπίστωσαν ότι τα άτομα σε ηλικίες που λήγουν σε ‘9’, όπως 29, 39, 49, είχαν περισσότερες πιθανότητες να σκέφτονται την πορεία της ζωής τους και να κάνουν μεγάλες αλλαγές. Μάλιστα βρέθηκε ότι τα άτομα αυτά κατάφεραν να τρέξουν γρηγορότερα σε μαραθώνιους σε σχέση με πρόσωπα δύο χρόνια νεότερα ή πολύ νεότερα.

Yπάρχει η ιδέα ότι οι άνθρωποι σε αυτές τις δεκαετίες αρχίζουν να κοιτούν πίσω και να αμφισβητούν τη σημασία της ζωής, χρησιμοποιώντας τις δεκαετίες και το πέρασμα από τη μία στην άλλη ως δείκτη για να σκεφτούν διάφορες καταστάσεις και να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους τους. Ας μιλήσουμε όμως συγκεκριμένα για τα πολυσυζητημένα τριάντα και για το πώς είναι να κάνεις την πρώτη σου ουσιαστική σχέση σε αυτή την ηλικία. Τι διαφορετικό έχει αυτή η φάση της ζωής μας; Tι ευκολίες και τι δυσκολίες ανοίγονται μπροστά μας; Πώς τείνουμε να συμπεριφερόμαστε σε μια συντροφική σχέση και με τι σκέψεις μπαίνουμε σε αυτή;

Δεδομένου ότι η γνωσιακή ανάπτυξη ολοκληρώνεται γύρω στα 25 (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλαγές στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μας και αργότερα) είναι επόμενο μια συντροφική σχέση, η οποία ανθίζει γύρω από αυτήν την ηλικία να έχει διαφορετική χροιά από μία σχέση των 20. Κάπου κοντά στα τριάντα έχουμε ήδη στη βαλίτσα μας ορισμένες γνωριμίες, οι οποίες διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μας και τα όρια μας και μας έμαθαν πολλά για τους ανθρώπους και τη φύση των διαπροσωπικών σχέσεων. Στα 20 μπορεί να μη μας ενδιέφερε πώς βλέπουν τον εαυτό τους δέκα χρόνια αργότερα, μπορεί να μη ρωτήσαμε πώς είναι στην καθημερινότητά τους, πώς τα πηγαίνουν στη δουλειά, πώς συμπεριφέρονται στους γονείς τους ή πώς διαχειρίζονται τα χρήματά τους.

Σε μια ηλικία πιο «ώριμη» και λαμβάνοντας υπόψιν το απόσταγμα των εμπειριών μας, βλέπουμε με άλλα μάτια αυτούς που τότε μας έκλεψαν καρδιά και μυαλό. Ίσως συνεχίζουμε να τους θεωρούμε γοητευτικούς αλλά μπορεί τώρα να πιστεύουμε ότι ένα μεγάλο χάσμα μάς χωρίζει. Πλέον γνωρίζουμε τον εαυτό μας καλύτερα και αναζητούμε ανθρώπους που τα έχουν καλά με τον εαυτό τους, που είναι έτοιμοι να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, που διψούν για μοίρασμα της ζωής τους αλλά και για δημιουργία κοινών στιγμών. Ψάχνουμε πρόσωπα που θα μας συντροφεύσουν σε μια ωραία ταινία στο σινεμά, που θα σχολιάσουμε μαζί τους το δίδαγμα της θεατρικής παράστασης που τόσα χρόνια θέλαμε να δούμε και νιώθαμε ότι δεν είχαμε την κατάλληλη παρέα, που θα μας δουν κουρασμένους από μια δύσκολη μέρα και θα μαγειρέψουν κάτι να φάμε μαζί, που θα μας αγκαλιάσουν τόσο δυνατά για να μας πάρει ο ύπνος και που την επόμενη μέρα όσες υποχρεώσεις και να μας περιμένουν θα μας βοηθήσουν να σταθούμε δυνατοί και έτοιμοι ώστε να τις φέρουμε εις πέρας.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι μια ουσιαστική σχέση κοντά στα τριάντα θα υπολείπεται μαγείας, έλξης και αυθορμητισμού. Καμία σχέση. Πρόκειται για μια συνάντηση δύο ανθρώπων αρκετά ώριμων που γνωρίζουν καλά τι θέλουν στη ζωή τους, που έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στον κόσμο, που τους αρέσει αυτό που είναι και θέλουν να το μοιραστούν με έναν άλλον άνθρωπο και να το πολλαπλασιάσουν. Ο Αργεντίνος ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής J. Bucay έχει γράψει: «Η σχέση μού επιτρέπει να ανακαλύψω τον εαυτό μου και συγχρόνως μου δίνει τη χαρά να βοηθήσω και τον άλλον να ανακαλύψει τον δικό του. Επομένως αποτελεί μια προνομιακή συνάντηση στην πορεία προς τον εαυτό μου, μια ταυτόχρονη συνάντηση με τον άλλον και με μένα». Σίγουρα μια καλή σχέση περιγράφεται από τα συγκεκριμένα λόγια.

Ωστόσο πρέπει να αναφέρουμε και το εξής σημαντικό: για να ερωτευτεί κάποιος είναι απαραίτητο να έχει ερωτική προδιάθεση. Να είναι δηλαδή έτοιμος να σαγηνευτεί από έναν άλλον άνθρωπο και μέσω των δύο διαφορετικών κόσμων να μπορέσουν να κατακτήσουν μαζί αλλά και χωριστά νέα πεδία ανάπτυξης. Αν δεν υπάρχει αυτή η διάθεση, αν δεν επιδιώκει κάποιος να βρεθεί σε περιβάλλοντα που θα ευνοήσουν μια τέτοια γνωριμία, αν έχει βολευτεί στον μοναχικό τρόπο ζωής και θεωρεί ότι κανένας δεν μπορεί να αφουγκραστεί τον εσωτερικό του κόσμο, τα πράγματα δυσκολεύουν. Γιατί είτε δε θα δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους που του ταιριάζουν είτε θα κάνει μια επιλογή γρήγορη  (όταν ξαφνικά ξεκινήσει το κυνήγι προς τη συντροφικότητα) με ρίσκο να μην είναι η κατάλληλη.

«Η ηλικία των 33 είναι η ηλικία που αποχωρεί η αφέλεια της παιδικής ηλικίας χωρίς να χαθεί η ενέργεια και ο ενθουσιασμός της νεότητας», λέει η Βρετανή ψυχολόγος Donna Dawson. «Σε αυτή την ηλικία η αθωότητα συνήθως έχει χαθεί αλλά η αίσθηση της πραγματικότητας αναμειγνύεται με μια ισχυρή αίσθηση ελπίδας και πίστη στα δικά μας ταλέντα και ικανότητες». Επίσης μελέτη του 1977 διαπίστωσε ότι οι νικητές του Νόμπελ Φυσικής ήταν κατά μέσο όρο 36 ετών, οι νικητές του βραβείου χημείας 39, ενώ σε μία έρευνα στη Μεγάλη Βρετανία το 70% των συμμετεχόντων δηλώσαν ότι δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένοι πραγματικά πριν τα 33 τους! Όλα αυτά μάλλον κάτι δείχνουν για τις συντροφικές σχέσεις εκεί κοντά στα τριάντα ή και παραπάνω. Δε νομίζετε κι εσείς;

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.