Πληθώρα ερευνών δείχνει ότι τα παιδιά στις σημερινές κοινωνίες είναι «συναισθηματικά πεινασμένα». Μια κατάσταση κατά την οποία τα παιδιά δεν στερούνται συνήθως φαγητό, αλλά δυσκολεύονται να λάβουν συναισθήματα από το περιβάλλον τους, αλλά και να εκφράσουν τα ίδια τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους προσωπικές και βαθύτερες ανάγκες. Οι γονείς παρέχουν κοπιωδώς στέγη, τροφή, ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση, αλλά…

Αλλά δε λαμβάνει χώρα πάντα σε όλες τις οικογένειες η σωστή επικοινωνία μεταξύ των γονέων και των παιδιών. Πάμε να δούμε λοιπόν τι ακριβώς εννοούν οι ψυχολόγοι όταν λένε «σωστή επικοινωνία» και πώς μπορούμε να πάμε ως γονείς ένα βήμα πιο κοντά στην καλύτερη επικοινωνία με τα παιδιά μας. Με τον όρο  «επικοινωνία» οι ειδικοί αναφέρονται στην πολύ συγκεκριμένη διαδικασία της ανίχνευσης συναισθημάτων. Με πιο απλά λόγια, αναφέρονται σε μια όμορφη κατάσταση κατά την οποία οι γονείς  εκφράζουν τα συναισθήματά τους και αντίστοιχα είναι σε θέση να ανιχνεύσουν και να κατανοήσουν τα συναισθήματα των παιδιών τους.

Πρόκειται για μια απαιτητική, αλλά όχι και τόσο δύσκολη διαδικασία ανατροφής των παιδιών, η οποία βασίζεται στη συναισθηματική επικοινωνία κι όχι στην απλή και στείρα ανταλλαγή πληροφοριών. «Χρειάζεται συναισθηματική ανταλλαγή στα παιδιά» όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η σύμβουλος παιδιών, Κική Τζωρτζακάκη. «Μόνο έτσι θα εξαλείψουμε τους φόβους των παιδιών. Γιατί, τα σημερινά παιδιά φοβούνται για τα πάντα, αφού οι γονείς έχουν την τάση να εκλογικεύουν τα πάντα!».

Πράγματι, φράσεις όπως «Μη χοροπηδάς, θα πέσεις», «Μη μιλάς σε αγνώστους, μπορεί να σου κάνουν κακό», «Πάρε την αντιβίωση γιατί το είπε ο γιατρός», είναι μόνο λίγες από τις καθημερινές φράσεις που ξεστομίζουν οι περισσότεροι γονείς, προκειμένου να θέσουν τα σωστά όρια και πλαίσιο στα παιδιά τους. Ωστόσο, όταν εξηγήσουμε στα παιδιά μας, γιατί είναι καλό να κάνουν μια πράξη ή γιατί δεν είναι καλό να κάνουν κάποια άλλη, τότε -και μόνο τότε- τα παιδιά θα μας εμπιστευτούν, θα αισθανθούν ασφάλεια, θα ακολουθήσουν τις προτροπές μας και θα μας βλέπουν σαν «συμμάχους» τους κι όχι σαν ελεγκτές τους. Πάντα επομένως να μένουμε στο «γιατί;» κι όχι σε επιφανειακές αντιδράσεις.

Μπορούμε, για παράδειγμα, να τους δείχνουμε εμπιστοσύνη και να τους δίνουμε το περιθώριο να αποδείξουν τι μπορούν και τι θέλουν να πετύχουν. Μπορούμε επίσης να ενθαρρύνουμε το παιδί μας να μας μιλάει για το σχολείο, τους φίλους του, τα συναισθήματά του, χωρίς δισταγμούς και ενδοιασμούς.

Επίσης, να μην ξεχνάμε ποτέ ότι το κάθε παιδί είναι διαφορετικό και μοναδικό, όπως ο καθένας από εμάς άλλωστε! Μην ξεχνιόμαστε λοιπόν και  ταυτίζουμε τα παιδιά μας με τα αδέλφια τους ή με τους συνομηλίκους τους, γιατί έτσι τα «φορτώνουμε» με επιπλέον ευθύνες και περιμένουμε πολύ περισσότερα ή συχνά και πολύ λιγότερα απ’ όσα μπορούν. Γιατί δεν τα αφήνουμε επομένως με διακριτικότητα, να δείξουν ποια είναι και τι μπορούν να καταφέρουν;

Και βέβαια ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το πιο σημαντικό στην επικοινωνία γονέων με τα παιδιά τους: την ενεργητική ακρόαση. Δεν είναι κάτι εξωγήινο ή κάποια ειδική τεχνική, αλλά αποτελεί το πιο σπουδαίο εργαλείο στην παγκόσμια ανθρώπινη επικοινωνία. Να αφιερώνουμε χρόνο σε αυτό που μας λένε και να μην παριστάνουμε ότι τα ακούμε. Αν τους δώσουμε πραγματική σημασία, ως ανταπόδοση θα ακούσουν κι εκείνα τη στιγμή που θα χρειαστεί, τα δικά μας λόγια.

Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να ανοίξουμε τα «κανάλια» της αυθεντικής επικοινωνίας με το παιδί μας, όντες σύμμαχοι, καλοί ακροατές, εφοδιασμένοι με απεριόριστο σεβασμό προς αυτό, αλλά και μια φυσιολογική και υγιή οριοθέτηση. Και μην ξεχνάμε: η παρηγοριά για όλες τις ηλικίες -πόσο μάλλον για ένα μικρό παιδί- είναι μια ζεστή αγκαλιά. Όχι αγκαλιά σαν έσχατη λύση, επειδή κλαίει ασταμάτητα και δεν καταλαβαίνουμε τι του συμβαίνει, αλλά αγκαλιά επειδή το αγαπάμε και κυρίως, επειδή αποδεχόμαστε την ολότητά του.

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου