Η συνάντηση με έναν ψυχολόγο και η διαδικασία της ψυχοθεραπείας (αν χρειαστεί) αποτελούν μια ευκαιρία για όλους μας, να αντικρίσουμε τον εαυτό μας μέσα από έναν διαφορετικό καθρέφτη. Eίναι ένας μάλλον πιο αντικειμενικός καθρέπτης, ο οποίος μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε πιο εύκολα τα θετικά και τα αρνητικά μας σημεία, έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα και όχι έτσι όπως νομίζαμε ή μας έλεγαν -μέχρι σήμερα- ότι είναι.

Είναι, που λες, ένα μονοπάτι, στο διάβα του οποίου θα αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τις ανασφάλειές μας, τους φόβους μας, τις λαθεμένες πεποιθήσεις μας, καθώς και τα λάθη που κάνουμε, στον τρόπο που επικοινωνούμε με τους γύρω μας. Και βέβαια, το ζητούμενο σε αυτό το θεραπευτικό ταξίδι, δεν είναι να αξιολογηθούμε από έναν άλλον άνθρωπο (τον θεραπευτή) και κατ’ επέκταση από τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά να καταλάβουμε -με αντικειμενικό τρόπο- πώς ακριβώς λειτουργούμε και τι μας συμβαίνει, προκειμένου να μπορέσουμε να το αλλάξουμε, να διαπιστώσουμε τη σημασία που έχουν όλα όσα πιστεύουμε, όλα όσα αισθανόμαστε, όλα όσα πράττουμε, ή ακόμη κι όλα όσα αποφεύγουμε να πράξουμε στην προσωπική μας ζωή.

Ωστόσο, η επίσκεψη σε ένα γραφείο ψυχολόγου και ειδικά η πρώτη, είναι πολύ δύσκολη απόφαση για τους πιο πολλούς από εμάς. Είναι μια διαδικασία, την οποία δυσκολευόμαστε να μοιραστούμε με τους φίλους μας ή με το σύντροφό μας και η δυσκολία αυτή έγκειται τόσο στο να το αποφασίσουμε να το κάνουμε, όσο και στο να το μοιραστούμε μαζί τους. Ποιοι είναι λοιπόν οι λόγοι που η επίσκεψη σε έναν ψυχολόγο γίνεται για εμάς μετά από τόσες δεύτερες σκέψεις και αμφιβολίες, αλλά κι αν τελικά την κάνουμε, καταλήγουμε να την κρατάμε σαν επτασφράγιστο μυστικό μέσα μας;

Σίγουρα, πολλοί άνθρωποι στην ιδέα και μόνο ότι θα πρέπει να ανοιχτούν και να εκφράσουν τα άκρως προσωπικά τους θέματα σε έναν άνθρωπο που τους είναι παντελώς άγνωστος, καταβάλλονται από έντονο άγχος. Είτε γιατί είναι από τη φύση τους εσωστρεφείς και ντροπαλοί, είτε γιατί έχουν στο μυαλό τους την εικόνα εκείνη (από ταινίες), όπου ο θεραπευόμενος κάθεται στο ντιβάνι και ο θεραπευτής, σαν αυστηρός κριτής παρακολουθεί τις αποκρίσεις του πρώτου. Δε σκέφτονται όμως ότι η συνάντηση με τον ειδικό, δεν είναι ακριβώς έτσι (ή για την ακρίβεια δεν είναι πάντα έτσι) κι ότι ο ρόλος του ειδικού είναι να δημιουργήσει κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών των δύο ατόμων, χωρίς να υπάρχει καμία κριτική διάθεση και προκατάληψη.

Επίσης, η ύπαρξη ενός οικογενειακού κύκλου, φίλων ή συντρόφου, μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στην απόφασή μας να επισκεφθούμε έναν ψυχολόγο. Πράγματι, πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι εφόσον έχουν την οικογένειά τους, τους φίλους τους ή είναι σε σχέση, ότι είναι καλυμμένοι, ώστε να μη χρειάζονται τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Ωστόσο, όπως πολύ καλά θα φαντάζεσαι κι εσύ, το ερώτημα είναι αν μπορούν να αξιολογήσουν μία κατάσταση αντικειμενικά και αμερόληπτα και να δώσουν μια σωστή λύση, οι δικοί μας άνθρωποι. Είναι σε θέση άραγε να μας παρέχουν τη στήριξη που χρειαζόμαστε με συνέπεια και συνέχεια;

Και είναι και βέβαια και περιπτώσεις που δεν έχουμε καταλάβει ότι δεν είμαστε -εν τέλει- και τόσο λειτουργικοί στην καθημερινή μας ζωή. Ότι η δυσφορία που αισθανόμαστε είναι φυσιολογική, μιας και πολλοί γύρω μας λειτουργούν υπό πίεση και αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα όπως κι εμείς. Πόσοι άραγε άνθρωποι νιώθουν τη διάθεσή τους πεσμένη, πόσοι νιώθουν έλλειψη κινήτρου ή την αίσθηση μιας καθημερινότητας που απλά περνάει και χάνεται, χωρίς να αφήνει κάποιο όμορφο αποτύπωμα μέσα τους; Πόσοι είναι αυτοί που έχουν την αίσθηση ότι δεν έχουν πραγματοποιήσει σχεδόν κανένα από τα όνειρά τους, αλλά δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν αν κάνουν ίσως κάτι εκείνοι λάθος, ή αν δεν κάνουν κάτι που πρέπει να κάνουν;

Και είναι και αυτή η αντίληψη, ότι η ψυχοθεραπεία αφορά πολύ σοβαρές ψυχικές διαταραχές, που κάνει πολλούς να τρέμουν στην ιδέα, τόσο να επισκεφθούν έναν ψυχολόγο όσο και να μοιραστούν αυτή τους την απόφαση με αγαπημένα τους πρόσωπα. Κι όμως, ένας ψυχολόγος και ειδικά ένας συμβουλευτικός ψυχολόγος, καταπιάνεται τις πιο πολλές φορές με υγιείς ανθρώπους που αντιμετωπίζουν θέματα που τους δυσκολεύουν να ζήσουν μια ζωή, όπως την έχουν ονειρευτεί. Οι πιο πολλοί ειδικοί, θα δεχτούν στο γραφείο τους άτομα που αντιμετωπίζουν τα πιο καθημερινά και συνηθισμένα ζητήματα που μπορείς κι εσύ να φανταστείς (θέματα συντροφικότητας, θέματα κατανομής ρόλων, θέματα διαχείρισης χρόνου, θέματα διαχείρισης άγχους). Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι αποκλείεται η ενασχόλησή τους και με σοβαρές ψυχικές παθήσεις. Στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες συνήθως απαιτείται και η συνδρομή άλλου ειδικού, όπως αυτή του ψυχιάτρου ή του νευρολόγου.

Είναι μάλλον ένδειξη δύναμης (και όχι αδυναμίας), η συνειδητοποίηση ότι πιθανόν να χρειαζόμαστε τη βοήθεια κάποιου άλλου και ότι δεν είμαστε ικανοί και παντογνώστες για όλα τα ζητήματα της ζωής. Πράγματι, μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα αν πορευθούμε μαζί με κάποιον άλλον. Ας σκεφτούμε λοιπόν το ενδεχόμενο να υπάρχει μια άλλη «οδός», κάτι καλύτερο για εμάς, το οποίο -εν τέλει- αξίζει να διεκδικήσουμε. Άλλωστε, η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή, ακόμα και στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί μέσω ψυχοθεραπείας, αλλά με άλλους τρόπους κα άλλους ανθρώπους.

Άλλωστε, το αν αυτός ο άλλος θα είναι ψυχολόγος ή ο φίλος μας ή ο σύντροφός μας ή η οικογένειά μας, αυτό έχει να κάνει με την προσωπικότητα και τις προσδοκίες του καθενός. Αν όμως έχουμε δοκιμάσει άπειρους τρόπους να βοηθήσουμε τον εαυτό μας, αλλά το πρόβλημα παραμένει ή αν θέλουμε απλώς να βελτιώσουμε περισσότερο την αυτογνωσία μας, πετυχαίνοντας καλύτερη πνευματική και ψυχική ολοκλήρωση, τότε ίσως να σκεφτούμε και τη σύνδεσή μας με έναν πιο ειδικό και κατάλληλο άνθρωπο σε αυτά τα ζητήματα. Ίσως μας φανεί χρήσιμος, ίσως και όχι. Ποιος ξέρει;

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου