Κοκτέιλ για γερά νεύρα: Προσδοκίες κι απαιτήσεις που βρίσκονται στα ύψη, μαζί με στάνταρτς κι όσα περιμένουμε από τους άλλους. Τα ίδια που ενίοτε κατεβάζουμε για να μην πληγωθούμε όταν ξέρουμε πως δεν μπορούμε να τα έχουμε. Τα ίδια που συχνά κρατάμε στο ίδιο ακριβώς σημείο, φερόμενοι εγωιστικά. Διαλέγοντας να μην αλλάζουμε τακτική ή μη υποχωρώντας, σίγουρα η απογοήτευση έρχεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και βεβαιότητα, κυρίως όταν αγαπάμε, όταν υπάρχουν συναισθήματα. Άρα λοιπόν τι είναι αυτό που μάς οδηγεί στην απόφαση να ανεβάζουμε πάντα ψηλά τον πήχη και μάλιστα να περιμένουμε από τους άλλους να φέρονται όπως θα θέλαμε εμείς, όπως θα έφερνε σε εμάς ικανοποίηση αν ήμασταν δέκτες της ίδιας συμπεριφοράς;

Δύσκολα διαμορφώνεις χαρακτήρα γι’ αυτό και δύσκολα αλλάζεις για κάποιον, τουλάχιστον για πάντα. Με τον ίδιο τρόπο φέρονται και οι άλλοι. Δεν επιλέγουν να μάς απογοητεύουν, ούτε πάντα υποβόσκει κάποια κακόβουλη πρόθεση, γίνεται εντελώς αυθόρμητα και φυσικά η αλλαγή ή η αλλαγή της αλλαγής κι επαναφορά στην αρχική κατάσταση. Στην ουσία, αυτό που το κάνει πιο δύσκολο και πιο επίπονο είναι το είδος της σχέσης που αναπτύσσεται και τι κουβαλά. Συνήθως, όσο πιο έντονη είναι η αγάπη τόσο πιο έντονη θα είναι και η προσδοκία. Δεν υπάρχουν όμως μηχανές μέσα μας που να μάς ελέγχουν και να συγκρατούν αυτά που θέλουμε, νιώθουμε και επιθυμούμε. Έτσι, πολλές φορές βρισκόμαστε να πέφτουμε από τα σύννεφα, όταν αυτό που ζητήσαμε δε μάς δόθηκε, ρίχνοντας ευθύνες περί αδιαφορίας στην άλλη πλευρά. Μήπως όμως να αναλογιστούμε αν κάπου σφάλαμε και εμείς οι ίδιοι; Μήπως υπάρχει και μια άλλη οπτική που η εμμονή μας στο αλάνθαστο και το τέλειο που έχουμε πλάσει για τη σχέση μας δε μάς επιτρέπει να διακρίνουμε;

Φτιάχνουμε ιδανικά πρότυπα ανθρώπων στο κεφάλι μας, εναποθέτοντας πάνω τους πολλές από τις απαιτήσεις μας περί αγάπης και κατανόησης. Με το παραμικρό παράπτωμα θα λιθοβολήσουμε λοιπόν αυτόν που δεν τίμησε την αγάπη μας ανταποδίδοντας ό,τι θελήσαμε- πολλές φορές τελείως φασιστικά. Πληγωνόμαστε γιατί χάνουμε τη ρευστότητα της ανθρώπινης φύσης, την ικανότητα να διαχωρίσουμε το τι είναι μόνιμο και τι προσωρινό, τι μάς προσφέρεται τώρα και τι για πάντα.

Καλώς ή κακώς, όταν έχουμε υψηλές απαιτήσεις, πρέπει να αναμένουμε και το ενδεχόμενο ο άλλος να μην μπορεί/ θέλει να αντεπεξέλθει σε αυτές. Κάθε μη εκπλήρωση των προσδοκιών όμως, όμως, θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα καθώς και θα πληγώσει τον εγωισμό μας και θα μάς βρει απροετοίμαστους καθώς «αφού μ’ αγαπάει τότε γιατί δεν το κάνει;».

Δε γεννηθήκαμε δικαστές για να κρίνουμε συμπεριφορές και πράξεις, είμαστε υπαίτιοι των πράξεων των δικών μας κι οι άλλοι θα αναλάβουν τη δικιά τους ευθύνη, όταν έρθει η ώρα. Εμείς δώσαμε ό,τι είχαμε να δώσουμε, αισθανθήκαμε ό,τι θέλαμε να αισθανθούμε κι από εκεί και πέρα το αν θα πληγωθούμε, αν θα πονέσουμε και δε θα συγχωρήσουμε θα πρέπει να είναι μια απόφαση που δε θα βασίζεται σε παράλογους πρωτύτερους κανόνες. Το «μα αφού τον αγαπούσα γιατί μού το έκανε αυτό;» ή το «δεν έπρεπε να το κάνει αυτό σε εμένα» δεν έχουν πάντα τη βαρύτητα που θέλουμε εμείς να τούς δώσουμε. Οι άνθρωποι πληγώνουν και πληγώνονται. Το θέμα είναι να κατανοήσουμε από το τι και γιατί.

Συντάκτης: Ολυμπία Καραμπέτσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου