Καλώς ή κακώς δεν έχουμε όλοι την ίδια δύναμη, το ίδιο θάρρος να πλησιάσουμε το άτομο που μας ενδιαφέρει, εκείνο που κάνει τις λέξεις να μη βγαίνουν από τα χείλη μας και τις κινήσεις μας να μοιάζουν άγαρμπες κι απότομες. Σε αυτές τις περιπτώσεις καταφεύγουμε σε μέσα που όχι μόνο δεν είναι και τα πιο αποτελεσματικά κι άμεσα, αλλά ίσως και να φέρνουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Είναι το γνωστό λάθος του να το λες στον κολλητό ή στην κολλητή, περιμένοντας να το μάθει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, παίζοντας έτσι το παιχνίδι του χαλασμένου τηλεφώνου.

Μια μέθοδος που παλιότερα ίσως να μην ήταν και τόσο διαδεδομένη, μιας κι όταν σε ενδιέφερε κάποιος, έκανες απευθείας την κίνηση προς το ίδιο χωρίς να εμπλέκεις τρίτους, πόσο μάλλον το φίλο ή τη φίλη. Πλέον όμως, τα κοινωνικά μέσα έχουν ενισχύσει το αίσθημα της ντροπής και της αμηχανίας για τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, ωθώντας μας σε πλευρικές προσεγγίσεις. Πηγαίνοντας επί της πλαγίας οδού όμως δε σημαίνει πως θα καταφέρουμε να κερδίσουμε αυτό που θέλουμε. Δεν έχουμε αναλογισθεί την περίπτωση αυτό να μάς κατεβάσει στα μάτια του άλλου ενώ η διεκδίκηση κατά μέτωπο να μάς έδινε ένα point παραπάνω. Το να δείξεις ευθέως πως ενδιαφέρεσαι σίγουρα δε θα φανεί τόσο αδιάφορο και ψυχρό όπως αν το έλεγες στους φίλους-διαμεσολαβητές. Σε όλους αρέσει ν’ ακούν τέτοιου είδους σχόλια, ακόμα και σε περιπτώσεις που δε μοιράζονται το ίδιο ενδιαφέρον, κάτι που βέβαια αλλάζει από στιγμή σε στιγμή. Όταν όμως δε βρίσκουμε το κουράγιο να αντιμετωπίσουμε τα ίδια μας  τα αισθήματα  και τα μεταβιβάζουμε σε άλλους, χάνουν το πραγματικό τους νόημα και φυσικά δεν ασκούν την ίδια επιρροή προς το πρόσωπο που μάς έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον.

 

 

Υπάρχει και το ενδεχόμενο μια τέτοια κίνηση να μάς απαλλάξει από μια πιθανή απόρριψη και να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση να το υποστούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Αν δεν υπάρχει έλξη ή εάν δεν υπάρχει διάθεση, θα είναι λιγότερο αμήχανο από το να το λέγαμε τη στιγμή που ο άλλος θα μάς αποκάλυπτε τα αισθήματά του για εμάς. Το μόνο σίγουρο είναι πως κάτι τέτοιες περιπτώσεις απαιτούν ρίσκα κι όχι διστακτικότητα απο την πλευρά αυτού που διεκδικεί.

Μην ξεχνάμε και τον παράγοντα της ιδιωτικότητας. Τα συναισθήματα που έχει κανείς για κάποιον είναι θέμα των δυο τους. Όσοι περισσότεροι εμπλέκονται τόσο πιο πιθανό είναι να μπει μια αίσθηση κουτσομπολιού στο παιχνίδι, πράγμα που δεν τιμά κανέναν και σίγουρα δε βοηθά μια κατάσταση να ανθίσει. Το παιχνίδι του χαλασμένου τηλεφώνου πολλές φορές μεταφέρει τα λόγια όχι ακριβώς όπως ειπώθηκαν αρχικά, με λίγο περισσότερη σαλτσούλα, για το χαβαλέ πολλές φορές, με παρερμήνευση όσων μαθεύτηκαν. Κάποιες άλλες, μπορεί να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις από το πουθενά. Γενικώς, τα πολλά κι από πολλούς λόγια, είναι φτώχεια.

Αν θες να μάθει ο άλλος ότι ενδιαφέρεσαι ο καλύτερος τρόπος είναι ο άμεσος και ο ευθύς· ούτε φίλοι ούτε πλάγιες κουβέντες. Δοκίμασε την τύχη σου κι ας μην καταφέρεις τον στόχο σου. Αυτά που έχεις να πεις, είναι προτιμότερο να τα ακούσει από εσένα το πρόσωπο, παρά από άλλους. Δεν είναι ανάγκη να βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες για να καταλάβουμε πώς αισθάνεται ο άλλος για εμάς. Κι ας μη γίνει με ταχύτητα διαστημική η αποκάλυψη, έχει κι αυτό την ομορφιά του. Η διαδικασία της εξομολόγησης, είναι ένα ταξίδι που πρέπει να ζήσουν αυτοί που τούς αφορά, όχι οι γύρω τους. Ίσως, στην περίπτωση που δε θα υπήρχε αμοιβαίο ενδιαφέρον, το να ακούσουμε από τρίτους για τα αισθήματα του άλλου προσώπου να είχε αποτρέψει μια αρχική προσέγγισή του προς το πρόσωπο μας, μόνο που κι αυτό είναι μέρος του φλερτ, η ίδια η απόρριψη. Ακόμα κι αυτή όμως, πρέπει κι αξίζει να έρθει μετά τη διεκδίκηση. Αλλιώς είναι σαν να απορρίπτεις ένα φαγητό από τον τίτλο του κι ας είναι το πιο νόστιμο του κόσμου. Γιατί λοιπόν να χαθεί μια τέτοια στιγμή;

Θα υπάρξουν και περιπτώσεις για το αμοιβαίο που θα χρειάζεται να ζήσει μέσα από την επιβεβαίωση και θα έχει την ανάγκη να ακουστεί από το στόμα του άλλου. Μην αφήσεις τον αχρείαστο φόβο και την ντροπή να σού στερήσει το χαμόγελο που θα εμφανιστεί στο «μου αρέσεις». Μπορεί να πιστεύεις πως δε θα συμβεί ποτέ, αυτό που περιμένεις. Μα κι αν συμβεί;

 

Συντάκτης: Ολυμπία Καραμπέτσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου