Απιστία είναι η σκέψη, το άγγιγμα, το φιλί, ένα μήνυμα, μια συνάντηση, μια επαφή. Απιστία μπορεί να είναι όλα ή κάποιο από αυτά. Απιστία είναι όταν υπάρχει σύγκρουση λόγων-συμφωνιών και πράξεων. Ακριβώς λόγω του θεωρητικού και της ασάφειας του πλαισίου της, η απιστία δεν είναι αντικειμενικός όρος. Μπορεί, λοιπόν, σε μια σχέση, ο ένας να θεωρεί ότι ο άλλος έκανε απιστία, αλλά ο άλλος να μην το επιβεβαιώνει ή ακόμα και να διαφωνεί.

Το κέρατο, από την άλλη, είναι κατάσταση πολύ συγκεκριμένη. Είναι η επαφή με έναν άλλο άνθρωπο, ενόσω βρισκόμαστε σε σχέση. Την προσοχή σας παρακαλώ στην κρίσιμη λεπτομέρεια εδώ. Το κέρατο αφορά στην περίπτωση που υπάρχει επαφή ενός ατόμου με κάποιον εκτός της σχέσης του, ενώ βρίσκεται σε σχέση, για την οποία, όμως, σχέση και τα δύο μέρη έχουν συμφωνήσει ότι είναι μονογαμική. Δηλαδή, κερατώνει κάποιος τον σύντροφό του όταν πλαγιάζει με κάποιον άλλο, ενώ είχαν πει με το σύντροφό του ότι θα έχουν αποκλειστικότητα. Επίσης, είναι όρος αντικειμενικός (και ξεκάθαρος!).

Δύσκολο πράγμα το κέρατο. Ακόμα και η περιγραφή του, πολύπλοκη είναι. Πολύ περισσότερο περίπλοκο είναι να χρειάζεται να το διαχειριστεί κάποιος. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο καλή και αν είναι η επαφή, οι δεύτερες σκέψεις είναι, σχεδόν, αναπόφευκτες. Ενίοτε, δε, εμφανίζονται και οι ενοχές. Επίσης, σχετικά με το αν θα επηρεαστεί η αρχική σχέση, αυτό είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο. Γιατί, λοιπόν, να βάλει κανείς τον εαυτό του σε τέτοια διαδικασία; Λόγοι βρίσκονται πολλοί, δικαιολογίες ακόμη περισσότερες, εξηγήσεις αμέτρητες και γενικώς, όρεξη να υπάρχει και η θεωρητική συζήτηση περί κέρατου μπορεί να κρατήσει ώρες.

 

 

Όταν, όμως, έρχεται η κρίσιμη στιγμή, ο καθένας διαλέγει και παίρνει. Για την ακρίβεια, διαλέγει και παίρνει τι θα πει και πώς θα το παρουσιάσει στους άλλους, αν κι εφόσον χρειαστεί. Την ώρα, ωστόσο, που χρειάζεται να το εξηγήσει στον ίδιο του τον εαυτό, τα πράγματα ζορίζουν. Είναι η στιγμή της μεγάλης αλήθειας, η συζήτηση της ειλικρίνειας που μπορεί να πληγώνει. Καταρχάς, χρειάζεται να παραδεχτεί κανείς στον εαυτό του την αδυναμία του. Γιατί όποιο λόγο, όποια δικαιολογία, όποια απάντηση κι αν διάλεξε -για τους άλλους- το κέρατο είναι πράξη αδυναμίας. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πλήγμα. Στη συνέχεια χρειάζεται να το εξηγήσει, να το αναλύσει, να το αποδεχτεί και να το διαχειριστεί. Και θα το ξαναπώ, δύσκολη υπόθεση το κέρατο, και δεν είναι καν σίγουρο ότι αξίζει τον κόπο.

Κι όμως, υπάρχει μια περίπτωση στην οποία μοιάζει να είναι αυτοπροστατευτικό. Ναι! Ακριβώς όπως διαβάζεται. Ποια είναι αυτή η περίπτωση; Φώτα, κάμερα κι ας κρυφοκοιτάξουμε την ακόλουθη σχέση: Ο ένας είναι γοητευτικός, κοινωνικός και γνωστός καρδιοκατακτητής, με πολλά τηλέφωνα στο καρνέ του. Ο άλλος είναι απλώς «ο άλλος». Αυτός ο άλλος, λοιπόν, φαίνεται να έχει κάθε λόγο να έχει ανασφάλεια για τη σχέση. Μοιάζει λογικό να προβληματίζεται για την αξιοπιστία του πρώτου όταν μιλά για αποκλειστικότητα. Φαντάζει αναμενόμενο να ανησυχεί και να αμφισβητεί την πιθανότητα εκείνος, ο ένας, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και το γνωστό χαρακτήρα -και καρνέ-, να μείνει πιστός.

Με αυτά τα «δεδομένα» και με την αντίστοιχη ψυχολογική πίεση, μια ιδέα αρχίζει και γεννιέται στο μυαλό του. «Μήπως είναι καλύτερα να προλάβω; Αφού νωρίτερα ή αργότερα θα με κερατώσει, μήπως να το κάνω πρώτα εγώ;» Με τον τρόπο αυτό, θεωρεί κανείς ότι δρα αυτοπροστατευτικά. Έχοντας, ήδη, κερατώσει, θαρρεί, θα αντιμετωπίσει το επερχόμενο κέρατο με μεγαλύτερη ψυχραιμία, ενώ δε θα πληγεί και η αυτοπεποίθησή του. Μοιάζει λογικό και ρεαλιστικό. Εκτός από ένα σημείο. Το ότι δεν είναι.

Το σενάριο είχε ως προϋπόθεση ότι ο πρώτος, ο πιο κοινωνικός της σχέσης, θα έρθει η στιγμή που θα κερατώσει, οπότε και ο δεύτερος θα είναι εντάξει με αυτό αφού θα έχει προλάβει να έχει ένα κέρατο καβάτζα. Λάθος συλλογισμός εξ ορισμού και πολυεπίπεδα. Πρώτον, ότι κάποιος ήταν, ή είναι, περιζήτητος δε σημαίνει ότι ενδίδει κιόλας. Δεύτερον ακόμα κι αν ενδίδει δε σημαίνει ότι θα ενδώσει αυτή τη φορά, σε αυτή τη σχέση. Τρίτον, το κέρατο πάντα πλήττει την αυτοπεποίθησή μας, όσα κέρατα κι αν έχουμε προλάβει να κρατήσουμε καβάτζα. Αφήστε που, σε αυτή την περίπτωση, έχουμε από μόνοι μας, ήδη, υποτιμήσει τον εαυτό μας. Τον έχουμε θεωρήσει κατώτερο της προσοχής του άλλου. Επιπλέον, έχουμε προδικάσει τη συμπεριφορά του συντρόφου μας. Έχουμε αμφισβητήσει και καταδικάσει, χωρίς καν να προλάβουμε να δούμε. Το χειρότερο από όλα είναι ότι έχουμε, τελικά, διογκώσει την ανασφάλειά μας σε τέτοιο βαθμό, που έχουμε φτάσει ακόμα και να κερατώσουμε.

Το κέρατο μπορεί να συμβεί για λόγους πολλούς, μπορεί να έχει γεύση πικάντικη ή πικρή, μπορεί να εξιτάρει, να γεμίζει κενά ή να δικαιολογεί. Μα δεν μπορεί να καλύψει τον εαυτό μας όταν ρωτήσει «γιατί» και του απαντήσουμε «για να προλάβω να το κάνω πριν μου το κάνουν». Γι’ αυτό, το κέρατο-καβάτζα, όσο δελεαστικό κι αν μοιάζει, τελικά, είναι σαν το τριαντάφυλλο. Αρχικά φαίνεται να χαϊδεύει την αυτοπεποίθησή μας και να μας παρέχει προστασία, όμως, όταν το πλησιάζουμε, το αγκάθι του φτάνει να τραυματίσει την αυτοεκτίμησή μας και να μας εκθέσει στον ίδιο μας τον εαυτό.

Συντάκτης: Ελένη Καραχανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου