Φίλοι, δε θα ‘ναι υπερβολή αν τους πούμε απλά «αδέλφια». Είναι οι άνθρωποι που επιλέξαμε και μας επέλεξαν. Οι άνθρωποι που δεν έμειναν μόνο στις μπόρες και τις βροχές για παρηγοριά αλλά περισσότερο στις μέρες με λιακάδα και τις έκαναν πιο φωτεινές.

Καθώς μεγαλώνω, τρομάζω στην ιδέα της φιλίας. Γιατί, εδώ που τα λέμε, όταν είσαι μικρός δε σε νοιάζει ιδιαίτερα κατά πόσο ο φίλος σου θα σου σταθεί όταν σου έριξε χυλόπιτα η Μαρία ή ο Χρηστάκης ή όταν έχασες το αγαπημένο σου παιχνίδι. Γιατί, στην πραγματικότητα, την επόμενη κιόλας μέρα θα τα είχες ξεχάσει όλα.

Είναι, σχεδόν, σαν να μη σε προετοιμάζει κανείς για το τι θα συναντήσεις καθώς μεγαλώνεις κι αυτό κάπως μας αγχώνει. Γιατί, συνήθως οι άνθρωποι φεύγουν και δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να τους κρατήσεις κι υπάρχουν φορές που θα ‘χεις ανάγκη κάπου να μιλήσεις, αλλά δε θα είναι κανείς, στα αλήθεια, εκεί.

Κι έτσι όταν βρεις τα αληθινά στηρίγματα, μαθαίνεις να εκτιμάς εκείνους που αξίζουν να αποκαλούνται «φίλοι», γιατί μαζί τους ξέρεις ότι θα είσαι εντάξει. Και δεν είσαι εντάξει μόνο τις στιγμές που γελάτε, γιατί στο χαβαλέ όλοι καλοί είναι. Το θέμα είναι το μετά. Μετά τις χαρές και τα πανηγύρια, ποιος μένει δίπλα σου τις ημέρες που δεν έχεις όρεξη να βγεις, να μιλήσεις, να δεις άνθρωπο. Ποιος σκάβει μέσα σου, ποιος ανοίγει μια πόρτα στο αδιέξοδο, ποιος εμπνέει την καλύτερη εκδοχή σου.

Γι’ αυτό να επιλέγεις εκείνους που θαυμάζεις, που έχεις κάτι σπουδαίο να ανακαλύψεις μαζί τους. Γιατί κι η αγάπη καλή είναι και κάποιες φορές βολική, αλλά το να έχεις δίπλα σου ανθρώπους που νιώθεις περήφανος για όσα είναι κι όσα έχουν καταφέρει, που καμαρώνεις που είναι φίλοι σου, είναι ανεκτίμητο.

Γιατί οι φίλοι μας έμαθαν πως πού και πού πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε και με τη λογική και μας συγκράτησαν, λίγο πριν φάμε τα μούτρα μας, όταν παίρναμε φόρα και πέφταμε βαθιά στο συναίσθημα. Μας έδειξαν πώς είναι οι φυσιολογικές, αληθινές σχέσεις και μας ταρακούνησαν όταν γινόμασταν με την έγκρισή μας θύματα αρρωστημένων καταστάσεων.

Τους αγαπήσαμε λίγο παραπάνω όταν μας ξύπνησαν μια επιθυμία να αλλάξουμε για το καλό μας, να αναθεωρήσουμε τις επιθυμίες μας, να ξεφύγουμε απ’ τα δύσκολα που βαφτίσαμε σπουδαία και να αντιληφθούμε πως είναι χάσιμο χρόνου να ασχολείσαι με εκείνους που δεν ασχολούνται μαζί σου.

Μας έμαθαν πώς είναι να εκτιμάς την ποίηση και τα βιβλία λίγο παραπάνω, να παλεύεις για όσα αγαπάς, να μένεις και να προσπαθείς για αυτά που αξίζουν, να τσακώνεσαι και να ξεσπάς κι ύστερα με μια «συγγνώμη» και μια αγκαλιά να είσαι εντάξει.

Μας έδειξαν πώς είναι να μη φοβάσαι να εμπιστευτείς, να κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια και να μην τρομάζεις. Μας έμαθαν πως η καλοσύνη υπάρχει παντού ακόμα κι αν κρύβεται και πως όλοι έχουν κάτι όμορφο μέσα τους.

Γιατί μας μαθαίνουν όσα δεν ξέραμε κι όσα ίσως ποτέ δε σκεφτήκαμε πως θέλαμε να μάθουμε. Γιατί γέλασα αρκετά όταν προσπάθησαν να μου μάθουν παραδοσιακούς χορούς ενώ ήμουν πιο ασυγχρόνιστη κι από υπότιτλους σε ταινία και καμάρωναν όταν επιτέλους κατάφερα με τις οδηγίες τους να φτιάξω κάτι που τρώγεται με άνεση.

Κι ειλικρινά, δε θα μπορούσαμε να είμαστε περισσότερο περήφανοι για τους φίλους μας. Γιατί μαζί τους αλλάζουμε κάθε μέρα, μαθαίνουμε κάτι καινούργιο, σκεφτόμαστε διαφορετικά, εξελισσόμαστε. Γιατί, ναι, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, τις εξάρες της ζωής, αξίζει να παλεύεις. Να παλεύεις να τους βρεις και μετά να τους κρατήσεις.

Γιατί έτσι πρέπει να είναι οι σωστοί φίλοι. Πρέπει να τους θαυμάζεις για όσα είναι κι όσα έχουν. Για την εξυπνάδα, την καλοσύνη, την αγάπη, τα ταλέντα τους. Για το ότι σε εμπνέουν να γίνεις καλύτερος -ακόμα κι αν νομίζεις ότι το έχεις τερματίσει λίγο κι εκείνοι γελάνε με τα χάλια σου.

Για τις εξάρες μου.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη