Υπάρχουν δύο τύποι ακρόασης: η ενεργητική κι η παθητική. Στην πρώτη, ακούμε το συνομιλητή μας προσεκτικά, λαμβάνουμε την πλειοψηφία των πληροφοριών κι έπειτα τις επεξεργαζόμαστε ώστε να απαντήσουμε. Στη δεύτερη, ακούμε ένα μέρος απ’ τις πληροφορίες, υποθέτουμε τη συνέχεια βάσει προηγούμενων εμπειριών, προκαταλήψεων και πεποιθήσεων κι απαντάμε χωρίς να έχουμε επεξεργαστεί όλες τις πληροφορίες.
Βασικά, απαντάμε σαν από συνήθεια, σαν να πρόκειται για μια λούπα. Κάπου εκεί, στα μηνύματα που χάσαμε, είτε γιατί βαρεθήκαμε να ακούσουμε είτε γιατί «έλα, μωρέ, τα έχουμε ξανακούσει αυτά», χάνεται κι όλο το νόημα μιας επικοινωνίας και χωρίς να το καταλάβεις έχεις χάσει κι όλη την ουσία μιας συζήτησης.
Για να πούμε και την αλήθεια, όλοι λίγο-πολύ στο μεγαλύτερο ποσοστό των επικοινωνιών μας ακούμε εντελώς παθητικά και βαριεστημένα. Ακούμε μάλλον από αγγαρεία, μάλλον κατ’ ανάγκη, πιθανότατα γιατί δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Συχνά μάλιστα, δεν ακούμε και καθόλου, γιατί οι σκέψεις στο μυαλό μας είναι πολύ εντονότερες και πολύ πιο ενδιαφέρουσες απ’ όσα λαμβάνουν τα αφτιά μας. Πρακτικά, κυκλοφορούμε σαν τηλέφωνα που λαμβάνουν κλήσεις με παράσιτα κι έχουν στη γραμμή ένα «χρατς-χρουτς» ατέλειωτο. Δεν ξέρω αν αρκεί να πατήσουμε το μηδέν για να καθαρίσει η γραμμή, όπως έκαναν πριν από χρόνια με τα αναλογικά τηλέφωνα, ξέρω όμως πως με τόσο θόρυβο κανένα μήνυμα δεν μπορεί να ληφθεί στο ολόκληρό του.
Αν δε με πιστεύεις, απλά αναλογίσου όλες εκείνες τις στιγμές που φαντάστηκες την αντίδραση κάποιου και μονολόγησες ενδόμυχα «ξέρω τι θα μου πει». Τι έκανες; Αντί να ακούσεις τι έχει ο άλλος να σου πει, υπέθεσες βάσει του χαρακτήρα του ή δικών σου προηγούμενων εμπειριών την απάντησή του και βιάστηκες να κρίνεις. Τώρα σκέψου κι εκείνες τις φορές που ενώ συνομιλούσες με κάποιον άκουσες μια πρόταση –μπορεί και μόνο την πρώτη– κι έπειτα απλά περίμενες να σταματήσει να μιλάει για να απαντήσεις σε εκείνο που άκουσες και διαφωνείς. Σκέψου τις φορές που διέκοψες κάποιον μην αφήνοντάς τον να ολοκληρώσει το σκεπτικό του γιατί «κι αυτός τα ίδια θα μας πει». Ναι, μπορεί πράγματι να μας πει τα ίδια. Μπορεί όμως κι όχι, του έδωσες καμία ευκαιρία;
Λοιπόν, όλο το πρόβλημα στην επικοινωνία των ανθρώπων έγκειται εκεί ακριβώς. Σ’ όλα τα «έλα, μωρέ, ξέρω τι θα πει» και τα «κάτσε να του πω εγώ». Όχι, αδερφέ, κάτσε κι άκου να σου πει και κανένας άλλος. Αφουγκράσου τον κι έπειτα διαφώνησε. Ξέρεις κάτι; Μούτζωσέ τον κιόλας αν σου λέει μαλακίες, αλλά πρώτα άκου. Άσε το τι θα απαντήσεις, άσε το πώς θα φανείς εξυπνάκιας, άσε την εγωπάθεια και την ξερολίασή σου στην άκρη κι άκου και τον άλλο. Απ’ όλους τους ανθρώπους έχουμε κάτι να κερδίσουμε, ακόμα κι απ’ την πιο σαχλή κουβέντα ίσως πάρεις κάτι. Μια εμπειρία, μια ιδέα, μια άλλη οπτική. Πώς τα ισοπεδώνεις έτσι;
Σε μια συζήτηση το ζητούμενο δεν είναι να απαντήσεις, μη γελιέσαι. Το ζητούμενο είναι η ανταλλαγή απόψεων, η σε βάθος ανάλυση των ιδεών σας, η ίδια η επικοινωνία. Δεν είναι τηλεοπτικό κουίζ όπου πρέπει να πατήσεις το μπάζερ και να πεις την απάντησή σου για να πάρεις πόντους. Στη ζωή παίρνεις πόντους όταν αφήνεις το μπάζερ κι ακούς. Όταν δίνεις στον άλλο το περιθώριο να εκφραστεί, να μοιραστεί μαζί σου βιώματα, απόψεις κι εμπειρίες. Αυτό είναι επικοινωνία. Όλα τα άλλα είναι επιφανειακά κι ανούσια. Δεν καταλαβαίνω γιατί βιαζόμαστε να απαντήσουμε. Γιατί μας νοιάζει τόσο τι θα πούμε εμείς κι όχι τι μας λέει ο άλλος; Η δική μας γνώμη γιατί πρέπει να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ τη γνώμη του άλλου; Κι επιτέλους, για ποιο λόγο λειτουργούμε τόσο επιθετικά και στην ίδια την επικοινωνία μας;
Μια συζήτηση δε θέλει πάντα απάντηση. Δε θα είσαι ο βλάκας της υπόθεσης αν πεις κι ένα «άσε να σκεφτώ αυτό που λες και θα σου απαντήσω». Μάλλον θα είσαι ένα υπέροχο σκεπτόμενο πλάσμα και θα κερδίσει αυτοστιγμεί το σεβασμό του άλλου, ακόμα κι αν διαφωνείτε, γιατί αυτή είναι η ουσία μιας κουβέντας: να καταλάβεις τι μήνυμα δέχεσαι προτού απαντήσεις και για να κατανοήσεις, πρέπει απαραιτήτως να μάθεις να ακούς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη