Για κάθε φορά που λέγαμε ότι θέλουμε να μεγαλώσουμε, η ζωή μάζευε τις κατάρες που ρίχναμε όταν ήμασταν παιδιά και τσακωνόμασταν με τους δικούς μας και μόλις πατήσαμε τα δεκαοχτώ, μας περίμενε στη γωνία και μας καλωσόρισε αναλόγως. Γιατί ήταν λίγο δύσκολη η εναλλαγή αυτή, όταν γίναμε «ενήλικες» ή τέλος πάντων, όταν συνειδητοποιήσαμε πως ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος και οι υποχρεώσεις μας δε θα φύγουν άμα τις αγνοήσουμε -ακόμα κι αν προσπαθήσουμε πολύ.

Η ενήλικη ζωή έχει εγερτήριο, έχει δουλειά, έχει υποχρεώσεις και πολλά, μα πολλά σιχτίρια. Δεν μπορείς πλέον να ξενυχτάς μέχρι το ξημέρωμα και η ζωή σου να δεν είναι ανάλογη με τις συνήθειες που είχες όταν ήσουν πρωτοετό. Αρχικά, πού να την κάνεις αυτή τη ζωή; Άμα ξενυχτήσεις τώρα σερί δύο μέρες θέλεις αναρρωτική άδεια και τρία γαλόνια καφέ, προκειμένου να τη βγάλεις καθαρή. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, καλύτερα να ξεχάσεις το «μια ζωή την έχουμε», γιατί άμα προσπαθήσεις να ακολουθήσεις αυτή τη ζωή δε θα σου μείνει και καμία για το μετά.

Είναι αυτή η πίεση της καθημερινότητας, να ξυπνήσεις, να ετοιμαστείς, να πας στη δουλειά, να επιβιώσεις μέσα στην κόλαση -δε λέω για σένα, αφεντικό- και να γυρίσεις σπίτι σου, να φας, να κάνεις μπάνιο κι άντε και καμιά δουλειά. Μπορεί η ρουτίνα να είναι παρεξηγημένο πράγμα και μόλις μας τη χαλάσει κάποιος, τρέχουμε να του βγάλουμε τα μάτια, αλλά πολλές φορές αναπολούμε τα ανέμελα χρόνια, που τα μοναδικά μας προβλήματα στην παρέα ήταν ποιος πηδήχτηκε με ποιον, όχι ποιο μήνα θα πληρώσουμε τον ΕΝΦΙΑ.

Έτσι, σαν ωδή από το υπερπέραν, σαν τον πρίγκιπα πάνω στο άλογο, σαν την νεραϊδονονά του παραμυθιού, χτυπάει το τηλέφωνο κι εκεί που νομίζουμε πως είναι η μαμά μας και θέλει βοήθεια με τον υπολογιστή ή ο μπαμπάς που πήρε να μας ενημερώσει για το διπλό ημίχρονο άσσο τελικό, βλέπουμε το όνομα του κολλητού και τρέχουμε να προλάβουμε το τηλέφωνο, ωσάν τον αθλητή που κάνει το εκατοστάρι και τρέχει για το ρεκόρ.

Βλέπεις, στην ενήλικη ζωή ο χρόνος είναι τόσο περιορισμένος, που ακόμα κι ένα τηλέφωνο, αλλά λέμε για το σωστό, το τίμιο τηλέφωνο, όχι τα «τι κάνεις;», «καλά, εσύ», «καλά» και τέλος, θέλει προεργασία. Θέλει να έχεις κοιμηθεί τις ωρίτσες σου, να έχεις πιει το καφέ σου, να είσαι σπίτι σου με τις πιτζάμες σου και να παρακαλάς οι ώρες που περνάς κάτω από τα σκεπάσματά σου να κρατήσουν μια αιωνιότητα.

Οπότε κάτι τέτοιες ώρες, ο κολλητός ξέρει ότι θα είσαι σπίτι και θα έχεις ετοιμαστεί γι’ αυτό τον μαραθώνιο τεσσάρων ωρών πάνω από τηλέφωνο. Γιατί η σωστή η κλήση πρέπει να κλείσει δύο φορές, διαφορετικά δεν μπορείς να λες ότι έχεις μιλήσει αρκετά. Και δώσ’ του τα «ρε μαλάκα, που έχεις χαθεί;» και τα «άσε, τι έχει γίνει». Ιούνιος τώρα, ξεκινάς να ακούς τα νέα του Απριλίου, με ξεκάθαρες λεπτομέρειες, γιατί εξάλλου, ποιος δε δίνει βάση στο τι είπε ο Γιώργος στις δώδεκα παρά πέντε ή τι ήπιε η Μαρία το Σάββατο που βγήκατε με τα παιδιά από τη δουλειά; Σε παρακαλώ, η λεπτομέρεια είναι που κάνει τη διαφορά, πότε θα το καταλάβετε επιτέλους;

Και κάπως έτσι, ξεκινάει το ταξίδι μίας ανεπανάληπτης λογοδιάρροιας, που αναλύεις τα γκομενικά σου, τα οικονομικά σου και τα οικογενειακά σου μέσα στην ίδια συζήτηση, που μέχρι και ο Φρόιντ θα σήκωνε τα χέρια του, για τις απίστευτες εναλλαγές σου. Γιατί σημασία δεν έχει το πώς θα τα πεις, αλλά το ότι θα τα πεις.

Γιατί στην πραγματικότητα, μας λείπει εκείνη η εποχή που τα προβλήματά μας είχαν να κάνουν με το τι θα φάμε και με ποιον θα βγούμε, μας λείπει που γινόμασταν ρεμάλια με τους φίλους μας και κάναμε το έξι το απόγευμα-έξι το πρωί επί δύο εβδομάδες, για να γιορτάσουμε μία εξεταστική που είχαμε περάσει τα μισά μαθήματα. Γιατί πλέον ο κολλητός είναι μακριά και θέλοντας και μη, το χέρι θα πονέσει κρατώντας το ακουστικό και ένα δάκρυ θα φύγει καθώς ψιθυρίζουμε το «μου λείπεις».

Και δώσ’ του οι αναλύσεις, τα κουτσομπολιά, οι χωρισμοί και οι επανασυνδέσεις. Τα γέλια και τα δάκρυα για μια εποχή που τελείωσε και μια εποχή που ξεκινάει. Τα καλά και τα κακά νέα και τέλος, η συνειδητοποίηση πως η ζωή προχωράει, ακόμα κι αν εμείς θα ευχόμασταν να πάγωνε -έστω και για δέκα λεπτά. Αλλά γι’ αυτές τις ώρες που μιλάμε, ο κόσμος παγώνει, οι υποχρεώσεις δε, τρέχουν και νιώθουμε έφηβοι, στο πατρικό μας ή στο φοιτητικό μας σπίτι και περιμένουμε τη μαμά μας να μας καλέσει για φαγητό ή τον κολλητό να μας χτυπήσει το κουδούνι.

Γιατί αυτά τα τηλεφωνήματα είναι φάρμακο και η δύναμη να συνεχίσουμε σ’ αυτή την ενήλικη ζωή -που κατά βάση δε διαλέξαμε. Κι’ από τη στιγμή που δεν έχουμε τους κολλητούς δίπλα μας, τους έχουμε στο τηλέφωνο. Κι΄ όσο κι αν κουράζει, στην πραγματικότητα μας δίνει μία μικρή γεύση για το τι θα γίνει μόλις ιδωθούμε. Γιατί ενώ οι περισσότεροι νομίζουν πως στο τετράωρο στο κινητό, εμείς τα έχουμε πει όλα, στην πραγματικότητα έχουμε πει τα βασικά και περιμένουμε τη στιγμή που θα συναντηθούμε για να τα αναλύσουμε όπως πρέπει.

Κι εκεί να δείτε τι έχει να γίνει.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου