Πατέρας, μπαμπάς, μπαμπάκας. Χωρίς να υπονομευθεί ο ρόλος της μητέρας, το δέσιμο με τον πατέρα δεν μπορεί να μετρηθεί.

Αν και δυσκολεύομαι να συντάξω μέσα σε προτάσεις τι σημαίνει, θα έλεγα ότι μπαμπάς ή μπαμπάκας –όπως συνηθίζουν ειδικά οι κόρες να τον αποκαλούν– είναι τόσα πολλά που ακόμα κι αν προσπαθήσεις να τα πεις, οι λέξεις θα σε παρασύρουν τόσο γλυκά που θα χάσεις τον ειρμό της σκέψης σου και θα καταλήξεις να κοιτάς τον τοίχο μ’ αυτό το παιδικό χαμόγελο που δημιουργεί η ανάμνησή του.

Ο μπαμπάς είναι το πρότυπο άνδρα που συνάντησες στη ζωή σου. Είναι απ’ τους πρώτους ανθρώπους που αντίκρισες μόλις γεννήθηκες, τότε που έβαλε τα κλάματα από συγκίνηση μόλις σε πρωτοείδε.

Είναι ο άνδρας που θα τρέξεις στις χαρές και τις μαύρες σου, αψηφώντας ηλικίες κι ύψη. Να σε προστατέψει απ’ τις κακίες του κόσμου, τις στραβές της ζωής. Είναι η αγκαλιά που θα κλείσει τις πληγές σου. Το βάλσαμο γι’ αυτά που σε ταλαιπωρούν.

Ο μπαμπάς είναι ο βασιλιάς, ο πρίγκιπας, ακόμα και το άλογο για τα κοριτσάκια, ο υπερήρωας με την αστραφτερή στολή, που νικάει καθετί κακό, για τα αγοράκια. Είναι ο άνθρωπος που εύχεσαι να γίνεις και να συναντήσεις. Εκείνος που με την μπλε κάπα του –κι ας είναι απλώς το μπουφάν του– θα σώσει εσένα και τον κόσμο ολάκερο.

Είναι ο άνθρωπος, που ακόμα κι αν έχεις φτάσει τριάντα χρονών γαϊδούρι θα σε βλέπει πάντα σαν το παιδάκι του. Το πιτσιρικάκι εκείνο που θα έρθει μες στη νύχτα να τσεκάρει αν κοιμάται καλά κι αν είναι σκεπασμένο. Όλα αυτά συντροφιά με ένα φιλί στο μέτωπο.

Πολλά θέλουμε να πούμε στους μπαμπάδες μας, μα είναι απ’ τις περιπτώσεις που οι λέξεις δε βγαίνουν. Προσπαθούμε να εξηγήσουμε πόσο πολύ μπορούμε να αγαπήσουμε έναν άνθρωπο, μα πάντα δυσκολευόμαστε, γιατί οι λέξεις μπροστά στα συναισθήματα είναι φτωχές.

Ο μπαμπάς είναι το στήριγμά μας, σε κρίσιμες στιγμές παραμένει βράχος, με μια ψυχραιμία που μας εντυπωσιάζει κάθε φορά, με λογική και σύνεση, βρίσκει λύσεις στα μικρά και τα μεγάλα μας προβλήματα. Στα διαγωνίσματα που δεν πετύχαμε και στους έρωτες που αποτύχαμε λίγο παραπάνω.

Δίπλα μας σε αρρώστιες και στεναχώριες, κι αν βρίσκεται κάπου μακριά θα κινήσει γη κι ουρανό για να βρεθεί κοντά μας, να κλέψει την πικρία και το παράπονό μας. Ακόμα κι αν η δουλειά τον κρατάει ώρες μακριά σου, θα θυσιάσει ύπνο και ξεκούραση για στιγμές μαζί σου. Όταν ήσουν παιδί για να παίξετε ό,τι λαχταράς κι αργότερα για να ακούσει τα όνειρά σου.

Εκείνος σου έμαθε να τα κυνηγάς μέχρι να τα αποκτήσεις και να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου. Διάνυσε χιλιόμετρα, ίσως άλλαξε και πόλη, για να βρει το παιχνίδι ή τα παπούτσια που ζήτησες απ’ τον Άγιο-Βασίλη, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του απ’ την κούραση.  Κι όλα αυτά θα τα ξανάκανε με χαρά απ’ την αρχή.

Έκανε τον ειρηνοποιό στους μεγάλους καβγάδες με τη μαμά -κι ας τους υποκινούσε πολλές φορές. Νεύριασε τόσο που είπε πως δε θα σου ξαναμιλήσει όταν έκανες την πρώτη σου τρύπα στη μύτη ή το πρώτο τατουάζ, μα λίγες στιγμές μετά λύγισε κι ήρθε να σε πάρει αγκαλιά. Σου έμαθε την αξία της υπομονής, τη σπουδαιότητα της αγάπης και την καλή μουσική. Μαζί του έκανες το πρώτο σου μεθύσι, σε μια ταβέρνα μπροστά στη θάλασσα με ούζακι και θαλασσινά.

Σε έμαθε να αγαπάς τον εαυτό σου ακόμα κι αν απέχεις πολύ απ’ το τέλειο, κι ας σε έβλεπε εκείνος σαν το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου. Σε έμαθε να αποδέχεσαι την προσωπικότητά σου και το σώμα σου, την ιδιαίτερη ομορφιά σου και το αστείο σου γέλιο. Ήταν εκεί όταν δε βρισκόταν κανένας άλλος, να σε σώσει από εκείνη την επικίνδυνη κατσαρίδα ή τα σκοτάδια, γιατί σου κάηκε η λάμπα..

Ο δικός μου μπαμπάς είναι ο καλύτερός μου φίλος. Ο άνθρωπος που μου λείπει κάθε μέρα κι ανυπομονώ να ξαναδώ. Εκείνος που με κάνει κάθε μέρα περήφανη που είμαι κόρη του. Που λατρεύω κι ελπίζω κι ο πατέρας των δικών μου παιδιών να του μοιάσει, έστω και στο μισό.

Που με έμαθε να κυνηγώ ό,τι ποθώ και στα εμπόδια να σηκώνομαι με μεγαλύτερη φόρα. Που με έκανε αυτό που είμαι σήμερα κι είναι ευλογία να του μοιάζω. Που αγαπάω τόσο πολύ και μετανιώνω τις ώρες που δεν του το δείχνω. Που δεν έφυγε στιγμή από δίπλα μου όταν γινόμουν κακομαθημένη κι αντιδραστική.

Γιατί, ο μπαμπάς μου με δέχτηκε όπως είμαι, όσο σκατά κι αν τα έκανα στη ζωή μου. Με βοήθησε να αντιμετωπίσω τους εφιάλτες μου κι έμεινε εκεί να τους πολεμήσει μαζί μου μέχρι να εξαφανιστούν.

Μάλλον, ο μπαμπάς είναι για τον καθένα μας τόσα πολλά, που είναι μάταιο να προσπαθώ να το εξηγήσω μέσα σε λίγες λέξεις. Γιατί, οι μπαμπάδες είναι χιλιάδες λέξεις και χιλιάδες συναισθήματα. Γιατί όσα «σ’ αγαπώ» κι αν τους πεις, δε θα σου είναι ποτέ αρκετά.

Οπότε ξεκίνα από σήμερα μαζί με ένα «χρόνια πολλά» γιατί χωρίς εκείνους, όλα θα ήταν αλλιώς κι εμείς θα ήμασταν κάποιοι άλλοι.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη