Η λέξη «τέλος» πάντα είχε μία τάση να τρομάζει τους ανθρώπους. Έσπερνε, μονίμως, έναν πανικό, γεννούσε το φόβο για το «μετά» και τους έκανε να κλείνονται στα σπίτια τους, μήπως και προφυλάξουν τους εαυτούς τους απ’ αυτά που έρχονται. Τα κακά, τα αναπάντεχα, τα μη διαχειρίσιμα. Ή έτσι μπορεί να νόμιζαν κιόλας.

Γιατί από τα αναπάντεχα τη βρήκαν όλοι. Αυτά που έρχονται μια μέρα και σου χτυπούν την πόρτα, μπαίνουν μέσα και καταλαμβάνουν, με το «έτσι θέλω», μέρος από το σπίτι σου, από το κρεβάτι σου, από σένα τον ίδιο. Γιατί, κάπως έτσι, νιώθεις με την απιστία ή το ψέμα. Τη μία μέρα είσαι μια χαρά και την άλλη δεν είσαι. Ή τουλάχιστον νόμιζες ότι ήσουν πριν ξεσπάσει η μπόρα.

Ο χωρισμός είναι άτιμο πράγμα. Τίποτα και κανείς δε σε προετοιμάζει για το μετά. Δεν τον λένε άδικα και μικρό θάνατο. Πολύ κλισέ, το ξέρω, αλλά ακόμα κι αυτές οι γνωστές κλισεδιές κάποιο λόγο είχαν που χιλιοχρησιμοποιήθηκαν. Εξάλλου, κρύβουν και μικρές αλήθειες. Εκείνες που μερικές φορές ούτε εμείς δεν μπορούμε να παραδεχτούμε στους ίδιους μας τους εαυτούς.

Βγάλε τους χωρισμούς εκείνους για τους οποίους γράφτηκαν χιλιάδες κομμάτια, καταναλώθηκαν λίτρα αλκοόλ και καπνίστηκαν πακέτα τσιγάρα, εκείνους που σου χτύπησαν μια μέρα την πόρτα, με τόση μανία, και έκαναν ξένο ό,τι νόμιζες ότι ήξερες καλά. Βγάλε κι εκείνους που θα ‘χεις να συζητάς όταν πίνεις λίγο παραπάνω, εκείνους με ψεύτικα συναισθήματα. Αλλά και τους χωρισμούς που κανένας στην πραγματικότητα δεν ξεπέρασε ποτέ, γιατί κανένας δεν μπόρεσε.

Κάπου λίγο πιο πέρα, στέκονται σε μια γωνία κάποιοι άλλοι χωρισμοί. Δεν είναι τόσο πολλοί, επιλέγουν να μην κάνουν θόρυβο. Εκείνοι που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, να μην πουν για τα δικά τους τα ξενύχτια και τα πιοτά, τα κλάματα και τη στεναχώρια τους. Είναι αυτοί οι δήθεν πολιτισμένοι χωρισμοί, που μυρίζουν από μακριά ξύλινα λόγια και ψεύτικες υποσχέσεις. Είναι αυτοί οι χωρισμοί που δεν κάνουν παρέα με όλους τους υπόλοιπους. Σνομπάρουν και αποφεύγουν. Γι’ αυτούς δε γράφτηκαν πολλά τραγούδια, δεν ειπώθηκαν πολλές κουβέντες. Έσβησαν μαζί με εκείνους που πήραν την ίδια την απόφαση.

Αλλά κι αυτοί δεν έχουν ψυχή; Γιατί, δηλαδή, γι’ αυτούς δε γράφτηκαν ποιήματα και τραγούδια; Δεν έγιναν λόγος για να πιει κάποιος; Για να κάνει πάρτι ο αναπτήρας από τα πυροτεχνήματα που ανάβει κάθε τρεις και λίγο; Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουμε αναλογιστεί πόσο πολύ μπορεί να πονάει ένας δήθεν πολιτισμένος χωρισμός. Είναι αυτός που αποφασίζεται μετά από πολλή συζήτηση, αυτός που οδηγήθηκε εκεί που έπρεπε να γραφτεί το τέλος. Και έτσι οι άνθρωποι έδωσαν τα χέρια, είπαν αντίο και πήραν αντίθετους δρόμους.

Το «ζήσαμε καλά κι αυτοί καλύτερα» μπορεί φαινομενικά να ταιριάζει, γιατί πάρθηκε μια απόφαση καθ’ όλα σωστή για το καλό και των δύο, μία που δε θα τους πλήγωνε στο πέρασμα του χρόνου, θα χώριζαν τα πράγματα και τα συναισθήματα στη μέση, θα έλεγαν πέντε κουβέντες και θα έψαχναν γι’ αλλού αυτά που δε βρήκαν, το δρόμο που τελικά τους έβγαλε σε αδιέξοδο. Αλλά κάπου εκεί, ανάμεσα στους πρόχειρους υπολογισμούς και τα μισά σχέδια για το μέλλον, αναλογίζεσαι πως μερικές φορές, δεν έχει σημασία κατά πόσο θέλει ο άνθρωπος, η ζωή είναι εκείνη που αποφασίζει.

Μια ανώτερη δύναμη που αποφασίζει για τη δική σου ευτυχία ή κι άλλες τέτοιες μαλακίες που λέμε πολλές φορές στους εαυτούς μας, προκειμένου να απαλύνουμε τους πόνους μας, ότι και καλά έτσι τα έφερε η ζωή και εμείς ποιοι είμαστε για να μην υπακούσουμε. Κι αφού τα βάλαμε κάτω, είδαμε πως αντί να προχωράμε μπροστά, κάναμε κύκλους γύρω από τους εαυτούς μας και δειλά ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε.

Αλλά κι αυτοί πονάνε. Και πολύ κιόλας. Γιατί ακόμα αγαπάνε, γιατί δεν έγινε καμία μαλακία, δεν εμφανίστηκε καμία απιστία, δεν ειπώθηκε κανένα ψέμα. Απλά μια μέρα δεν οδήγησε πουθενά. Και πονάει πολύ να βλέπεις κάτι που αγαπάς, μέρα με τη μέρα, να αργοπεθαίνει και εσύ να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Ενώ πριν έκανες τα πάντα για να το σώσεις. Οπότε πονάς διπλά. Γιατί προσπάθησες και δε σου βγήκε πουθενά. Γιατί έδωσες ό,τι είχες και δεν είχες, γιατί βασίστηκες πάνω του, έκανες όνειρα και σχέδια για το μέλλον, πόνταρες την καρδιά σου και τελικά κατέληξες με σκάρτα χαρτιά.

Πολιτισμένοι ξεπολιτισμένοι, χωρισμοί είναι κι’ αυτό και πονάνε. Απλώς διαλέγουν να το κάνουν λίγο πιο αθόρυβα.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.