Ένα μισογεμάτο μπουκάλι με λευκό κρασί στέκεται στον πάγκο και με κοροϊδεύει. Ή τα έχω χάσει πια εντελώς σε άλλη μετάφραση. Ειλικρινά απορώ πώς ένα, κατά τ’ άλλα ανούσιο, αντικείμενο μπορεί να κρύβει μέσα του τόσες στιγμές ευτυχίας. Βλέπεις είναι το μόνο που έμεινε να σε θυμίζει και να μου υπενθυμίζει πως κάθε γουλιά του που καταναλώθηκε ήταν μια στιγμή ευτυχίας μαζί σου. Και νιώθω αλήθεια σαν να έχασα μισά χρόνια από όσα μου αναλογούσαν, στην ιδέα ότι δεν καταφέραμε να το τελειώσουμε, ότι έμειναν κι άλλες γουλιές που δε γευτήκαμε.

Θυμάμαι πόσο σου άρεσε ν’ αράζουμε στον καναπέ, χαζεύοντας τη σειρά μας, πίνοντας, σχεδόν πάντα, ένα ποτηράκι, εκεί μπλεγμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, κάτω από την κουβέρτα. Τόσο απλό, σχεδόν βαρετό, ως εικόνα σίγουρα αδιάφορο, μα έκανε το σύμπαν να γυρίζει. Έτσι το ‘νιωθα.

Σκέφτομαι ακόμα, πώς επέλεγες να γιορτάζεις μέχρι και την πιο μικρή επιτυχία σου, στη δουλειά ή μέσα στη μέρα σου, βάζοντας μουσική που αγαπούσες και πάντα δύο ποτηράκια από το λευκό μας, για να σφραγίσει τη χαρά σου. Με πείραζες, με τραβούσες κοντά σου και τα μάτια σου όπως και το πονηρό σου γέλιο κι άλλα τέτοια σαχλά που φέρνουν ευτυχίες βγαλμένες από ποιήματα του Ελύτη.

Κοιτάω το μπουκάλι κι ανακαλώ τις στιγμές που με είχες ανάγκη, όταν η μέρα σου δεν πήγαινε τόσο καλά όσο θα ήθελες. Η αισιοδοξία κι ο ενθουσιασμός σου δεν το επέτρεπαν συχνά αυτό, αλλά και πάλι με γοήτευε, να βλέπω ότι δε φοβάσαι να λυγίσεις μπροστά μου, έπαιρνα άλλωστε και μια κρυφή επιβεβαίωση, λυγίζεις, έλεγα, άρα ίσως αν χρειαστεί να μπορέσω να σε σπάσω, όχι ότι θα τολμούσα ποτέ. Και κάθε που αντιλαμβανόμουν ότι ζορίζομαι, έβαζα δυο ποτήρια από το μπουκάλι μας, μήπως καταφέρω να σε χαλαρώσω.

Χαζεύω το μπουκάλι και θυμάμαι μέχρι και τους άγριους καβγάδες μας, νόμιζες θα φύγει το ταβάνι απ’ τις φωνές. Μου λείπουν ακόμα κι αυτοί, τέτοια τρέλα. Σκέφτομαι πόσο εύκολα με οδηγούσες στα όριά μου με την ετοιμολογία και την ηρεμία σου, η οποία πάντα συνοδευόταν από το ειρωνικό υφάκι σου. Βέβαια, τις περισσότερες φορές είχες δίκιο αλλά δε στο παραδέχτηκα ποτέ, ούτε καν όταν μετά από αρκετά λεπτά αμήχανης και νευρικής σιωπής, έκανες την πρώτη κίνηση ανακωχής, βάζοντας δυο ποτήρια λευκό κρασί.

Ήταν νύχτες που μαρτυρούσαν την όμορφα αλλόκοτη τρέλα και το πάθος σου, νύχτες που άνηκαν μόνο σ’ εμάς κι εγώ αφηνόμουν σε σένα και χανόμουν στο άγγιγμα που έκανε πέτρα και νερό με την ίδια χάρη ό, τι ακουμπούσε. Πάντα στο τέλος σφράγιζες τη βραδιά με λίγες γουλιές από το κρασί μας, να συνοδεύουν το τσιγάρο σου.

Πόσες γαμημένες στιγμές ευτυχίας κρύβει αυτό το μπουκάλι και το συνειδητοποιώ μόλις τώρα, αφού πάντα σε πείραζα ή ακόμα και με ενοχλούσε αυτή σου η εμμονή να μας συνοδεύει σε κάθε σχεδόν στιγμή μας. Δε φανταζόμουν βλέπεις ποτέ, ότι θα έρθει η στιγμή να μετουσιώνονται οι στιγμές μας μέσα από ένα άψυχο αντικείμενο, ένα χαζό μπουκάλι με λευκό κρασί, ένα μπουκάλι που έμεινε εκεί μισοτελειωμένο, ένα κρασί που έχει να δώσει κι άλλες στιγμές ευτυχίας.

Κάθομαι και το κοιτώ και σκέφτομαι όλα αυτά, αναρωτιέμαι αν θα νιώσω καλύτερα πίνοντας όσες στιγμές έμειναν μέσα του μονορούφι ή αν πρέπει να το αφήσω ως έχει, να μου θυμίζει όσες κατόρθωσαν να ξεγλιστρήσουν και να βγουν, όπως αυτή την ώρα.

Το αποφάσισα. Δυο ποτήρια θα γεμίσω όπως κάναμε μαζί και θα πιω και από τα δύο, σαν να είσαι εδώ, στο υπόσχομαι. Θα απελευθερώσω όλες τις τελευταίες στιγμές μας, που καιρό λαχταρούν να βγουν και να συμβούν, μας το χρωστάω.

Στην υγειά σου.

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου