Καθημερινά καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με διλήμματα κι αντιμετωπίζουμε προβλήματα για τα οποία παλεύουμε να βρούμε λύση. Πολλές φορές μάλιστα αφού έχουμε πάρει τη σχετική απόφασή μας, ξεκινούν οι αμφιβολίες, όπως αν πράξαμε σωστά, αν πήραμε την καλύτερη δυνατή απόφαση κι αν η επιλογή μας είναι η σωστή ή η πιο συμφέρουσα για εμάς.

Υπάρχει όμως και μια πτυχή της ζωής μας στην οποία δεν ισχύει, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, το παραπάνω. Αναφέρομαι ασφαλώς στον έρωτα, αφού όταν πραγματικά αφηνόμαστε στο συγκεκριμένο συναίσθημα όχι μόνο δεν έχουμε αμφιβολίες αλλά πολλές φορές ενώ θα έπρεπε να έχουμε, ωραιοποιούμε καταστάσεις σε τέτοιο βαθμό που στο μυαλό μας όλα είναι ρόδινα. Αυτό βέβαια έχει ως αποτέλεσμα, σε αρκετές περιπτώσεις, να εγκλωβιζόμαστε σε λάθος για εμάς σχέσεις, χάνοντας σημαντικές ευκαιρίες στην αναζήτηση ενός κατάλληλου συντρόφου.

Θέτω, λοιπόν, το εξής ερώτημα το οποίο απευθύνεται σε όλους μας, αλλά σε περιόδους που είμαστε μόνοι -γιατί αν είμαστε σε σχέση, είπαμε, σπάνια αναρωτιόμαστε τα παραπάνω. Υπάρχει ιδανικός τρόπος να βρούμε τον κατάλληλο σύντροφο; Εκείνον τον άνθρωπο που θα κουμπώσει με εμάς στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό -έχουμε κατανοήσει ελπίζω όλοι ότι δεν υπάρχει το απόλυτο-, χωρίς να φτάσουμε να μετανιώσουμε για τον χρόνο που τυχόν χάσαμε σε λάθος άτομα ή και χωρίς να έχουμε αμφιβολίες ότι τον προσπεράσαμε ήδη κι άρα χάσαμε το μερίδιό μας στον έρωτα;

Σύμφωνα, λοιπόν, με την επιστήμη των μαθηματικών και συγκεκριμένα σύμφωνα με τις πιθανότητες, υπάρχει τρόπος κι ονομάζεται «κανόνας του 37%», ο οποίος μάλιστα μπορεί να γενικευτεί και να εφαρμοστεί κατά τη λήψη σημαντικών ή και μη αποφάσεων σε διάφορους τομείς της ζωής μας.

Τι υποστηρίζει όμως ο εν λόγω κανόνας; Ουσιαστικά αναφέρει ότι για να έχει κανείς τη βέλτιστη λύση ή απόφαση, πρέπει ν’ απορρίψει το αρχικό 37% των επιλογών του. Με λίγα λόγια και για να το αναγάγουμε στον έρωτα για τον οποίο μιλάμε, για να πετύχει κάποιος την εύρεση του καταλληλότερου δυνατού συντρόφου πρέπει αρχικά να ποσοτικοποιήσει τις επιλογές του ή στην περίπτωση που εξετάζουμε να θέσει έναν στόχο, παραδείγματος χάρη πόσα ραντεβού είναι διατεθειμένος να βγει προτού δοκιμάσει να συνάψει σχέση. Έστω, λοιπόν, ότι κάποιος θέτει σαν στόχο τα δέκα ραντεβού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ απορρίψει τους πρώτους τρεις ανθρώπους με τους οποίους θα βγει και να μην κανονίσει επόμενη συνάντηση, ασχέτως αν πέρασε καλά ή όχι.

Και πώς ακριβώς λειτουργεί αυτό σύμφωνα πάντα με τον συγκεκριμένο κανόνα; Ουσιαστικά η περίοδος που ασχολούμαστε με το 37% των επιλογών μας αφορά στη συγκέντρωση πληροφοριών, στην ανακάλυψη του τι προτιμάμε και τι όχι, τι μας αρέσει και τι όχι, τι δεχόμαστε και τι όχι και στη γενικότερη οριοθέτησή μας απέναντι στον έρωτα. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, πρέπει να κρατάμε τις καλύτερες δυνατές πληροφορίες σαν σημείο αναφοράς. Στη συνέχεια, και προχωρώντας στις επόμενες επιλογές, επιμένουμε σ’ αυτή που ξεπερνάει το προηγούμενο σημείο αναφοράς.

Απλό δεν ακούγεται; Πράγματι. Και μάλιστα είμαι βέβαιη ότι θα λειτουργεί δίνοντας σαν αποτέλεσμα τη βέλτιστη δυνατή επιλογή, αλλά στους άλλους τομείς κι όχι στον έρωτα. Βέβαια ποια είμαι εγώ ν’ αμφισβητήσω την επιστήμη των πιθανοτήτων συγκεκριμένα και την επιστήμη των μαθηματικών κατ’ επέκταση; Αλλά ρε παιδιά, εδώ μιλάμε για τον έρωτα, ο οποίος έχει να κάνει καθαρά με δύο ανθρώπους και μάλιστα υπό την επήρεια συναισθημάτων, οπότε μου είναι δύσκολο να δεχτώ ότι μπορεί να λειτουργήσει αυτός ο κανόνας στον έρωτα και παρ’ όλο που πάντα αγαπούσα τα μαθηματικά.

Καταρχάς, οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο μοτίβο επιλογής συντρόφου, είτε αυτό έχει να κάνει με την εμφάνιση και συνεπώς με το γούστο του καθενός από εμάς, είτε με τον χαρακτήρα και συνεπώς με όσα τείνουμε να θαυμάζουμε στους άλλους ή με όσα έρχονται κόντρα με τα δικά μας κι άρα υποσυνείδητα προσπαθούμε να δαμάσουμε.

Δεν είναι όμως μόνο αυτά που επηρεάζουν τις επιλογές μας στον έρωτα, αλλά κι άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, όπως το κατά πόσο διατεθειμένος είναι κάθε άνθρωπος να εξερευνήσει κι άλλες επιλογές πέρα από την υπάρχουσα, κατά πόσο καθένας μας φοβάται ή όχι τη μοναξιά κι άρα συμβιβάζεται ευκολότερα ή δυσκολότερα. Έχει να κάνει ακόμη, με το πόσο δεκτικοί είμαστε στο να γκρεμίζουμε τα όριά μας για χάρη κάποιου άλλου ή αν έχουμε οριοθετηθεί πλήρως κι ανεξαρτήτως συντρόφου. Έχει να κάνει με τη συναισθηματική μας κατάσταση την περίοδο που θα συνάψουμε σχέση, αφού άλλοτε είμαστε πιο ευάλωτοι κι άλλοτε μας περισσεύει η αισιοδοξία.

Και στην τελική έχει να κάνει με το πώς θέλει να βιώνει τον έρωτα καθένας από εμάς, αφού υπάρχουν άτομα που πέφτουν πάντα με τα μούτρα χωρίς σκέψεις κι αναστολές, άτομα που θέλουν χρόνο για να εμπιστευθούν και ν’ ανοιχτούν κι άτομα που ενώ ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, πρόθυμα ξεχνούν τις άμυνές τους όταν βρεθεί εκείνο το άτομο που θα τους ξεκλειδώσει οριστικά. Κι η λίστα κυριολεκτικά δε σταματά, αφού οι άνθρωποι συνεχώς αλλάζουν, θετικά ή αρνητικά, ανάλογα τις εμπειρίες και τις πληγές τους. Οπότε πώς είναι δυνατόν να μπει σε κουτάκια ένα συναίσθημα που απαρτίζεται απ’ αυτούς τους τόσο ευμετάβλητους παράγοντες που λέγονται «άνθρωποι»;

Καλά τα μαθηματικά κι οι πιθανότητες -δε λέω- κι όντως θα λύναμε ένα μεγάλο πρόβλημα αν μπορούσε να εφαρμοστεί αυτός ο κανόνας και στον έρωτα, αλλά δυστυχώς αυτός διέπεται από δικούς του νόμους και κανόνες που υπερβαίνουν κάθε λογική, κάθε επιστήμη, θεώρημα και δεδομένο.

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό