Μια απ’ τις βασικότερες σωματικές και συναισθηματικές ανάγκες του ανθρώπου ήταν ανέκαθεν ο έρωτας, ανεξαρτήτως κατάστασης -σε σχέση, ελεύθερος, παντρεμένος, με παιδί ή χωρίς- κι ανεξαρτήτως ηλικίας -έως έναν βαθμό βέβαια. Η ερωτική επαφή αποτελεί μεταξύ άλλων τρόπο εκτόνωσης και έκφρασης των συναισθημάτων που έχουμε για τον σύντροφό μας. Όταν αυτά τα δύο συνδυάζονται, η απόλαυση μπορεί να φτάσει στο μέγιστο.

Όσοι από εμάς βρισκόμαστε σε κάποιου είδους σχέση, σε φάση συγκατοίκησης ή παντρεμένοι έχουμε το πλεονέκτημα επιλογής του χρόνου, του τόπου και του τρόπου αλλά και δυνατότητα αυθορμητισμού, παρορμητικότητας και αυτοσχεδιασμού όσον αφορά τον ερωτικό τομέα. Αν επιθυμούμε μια καθαρά συναισθηματική και ρομαντική συνεύρεση, στήνουμε το κατάλληλο σκηνικό, μ’ ένα όμορφο δείπνο ή ένα αφρόλουτρο για δύο, με κατάλληλη μουσική, κεριά, χαμηλό φωτισμό κι οτιδήποτε άλλο ταιριάζει στο στιλ μας με σκοπό να ολοκληρωθεί αισθησιακά η βραδιά. Αν πάλι επιθυμούμε μια κατάσταση περισσότερο παθιασμένη κι έντονη, παίρνουμε την πρωτοβουλία και παρασύρουμε τον σύντροφό μας σ’ ένα παιχνίδι για δύο. Έχουμε λοιπόν την επιλογή να απολαύσουμε τις ερωτικές στιγμές με τον τρόπο που θέλουμε κατά περίπτωση.

 

 

Δυστυχώς το παραπάνω πλεονέκτημα δεν είναι δεδομένο όταν υπάρχουν παιδιά, αφού όπως είναι φυσικό δεν τριγυρνά στο σπίτι μόνο το ζευγάρι. Ας ξεκινήσουμε απ’ τη στιγμή της γέννησης που λίγο το άγχος του μωρού, λίγο η κούραση, λίγο τα κλάματα και τα ξενύχτια, η ερωτική διάθεση δεν είναι και στα καλύτερά της. Καθώς το μωρό μεγαλώνει, όταν πλέον αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του -ειδικά αν το κρεβάτι του βρίσκεται στο δωμάτιο του ζευγαριού- κι αρχίσει να περπατάει, φοβόμαστε μην ξυπνήσει και μας πετύχει τη στιγμή του εν λόγω αθλήματος ή μήπως φύγει από το δωμάτιο του, επειδή είδε κάποιον εφιάλτη, έρθει στο δικό μας και ανοίγοντας την πόρτα μάς τσακώσει επ’ αυτοφώρω. Είναι απόλυτα λογικό κάποιοι γονείς, από φόβο, από ανασφάλεια ή καθοδηγούμενοι από γονεϊκό ένστικτο να μην επιθυμούν να κλειδώνουν την πόρτα. Όλες αυτές οι σκέψεις κι οι ανησυχίες αναγκάζουν το ζευγάρι να κάνει βιαστικά έρωτα, χωρίς τον απαιτούμενο χρόνο και χώρο για οποιαδήποτε ρομαντική κι αισθησιακή κατάσταση. Επιπλέον χάνεται το στοιχείο του αυθόρμητου, αφού το πρόγραμμα του παιδιού είναι αυτό που καθορίζει κατά βάση και το ερωτικό πρόγραμμα των γονιών.

Δε διαφέρει πολύ η παραπάνω κατάσταση όταν το παιδί έχει μεγαλώσει, αφού με μεγαλύτερη ευκολία μπορεί να κυκλοφορήσει στο σπίτι, μέρα και νύχτα, να έρθει και να χωθεί ανάμεσα στο ζευγάρι για να κοιμηθεί. Οπότε και σ’ αυτή την περίπτωση οι σύντροφοι προκειμένου ν’ απολαύσουν τη μεταξύ τους συνεύρεση ακολουθούν τη γρήγορη, βιαστική και πρόχειρη εκδοχή από ανάγκη κι όχι από επιλογή. Έχει βέβαια το παιδί κάποιες υποχρεώσεις και δραστηριότητες, όπως σχολείο, αθλήματα, ξένες γλώσσες αλλά και πάλι δε χωρά εύκολα το στοιχείο της έκπληξης και της παρόρμησης ανάμεσα στους δύο συντρόφους, αφού ο χρόνος για έρωτα είναι ελάχιστος και περιορίζεται στις ώρες που το παιδί βρίσκεται εκτός σπιτιού. Το ίδιο ισχύει και σε μετέπειτα ηλικίες, αφού ναι μεν πλέον δεν έχει την ανάγκη να έρθει και να κοιμηθεί μαζί μας αλλά αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα τυχόν θορύβους κι ήχους και στη σπάνια περίπτωση που μας αναζητήσει δε θα είναι κι ό,τι καλύτερο να βρει την πόρτα κλειδωμένη.

Το αποτέλεσμα, λοιπόν, για αρκετά χρόνια είναι βιαστικό, γρήγορο, με άγχος, χωρίς την πολυτέλεια της ολοκληρωτικής απόλαυσης από άποψη χρόνου, χωρίς τον απαραίτητο ρομαντισμό σε κάποιες περιπτώσεις και πάντα με πρόγραμμα. Δεν είναι εύκολο -ούτε όμως κι ακατόρθωτο- το ζευγάρι να βρει τη χρυσή τομή και τις ισορροπίες ώστε να μη νιώθουν ανεπαρκείς ούτε ως γονείς ούτε ως ερωτικοί σύντροφοι. Οι προτεραιότητες δικαίως αλλάζουν αλλά η ανάγκη να έχουν τις δικές τους προσωπικές στιγμές που θα τους χαρίζουν απόλαυση δεν παύει να υφίσταται.

Συντάκτης: Μαρία Πακιακιό
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.