Εικόνες από σκηνές του παρελθόντος που παίζονται με το έτσι θέλω ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια σου. Σκέψεις ατίθασες, ανεξέλεγκτες και βασανιστικές. Σαν ένα μάτσο κακομαθημένα παιδιά, που δε σταματάνε να κάνουν φασαρία αν δεν πάρουν αυτό που θέλουν. Ζητούν εκτόνωση κι εσύ για τιμωρία τις φυλακίζεις στις πιο απόκρυφες κατακόμβες του μυαλού σου, μπας και το πάρουν απόφαση να βουτήξουν στη θάλασσα της λήθης.

Κάποιες φορές καταφέρνουν να δραπετεύσουν για λίγο, παίρνοντας υπόσταση με τη μορφή λέξεων σε μια οθόνη . Κι οι λέξεις με τη σειρά τους δημιουργούν προτάσεις, που στο νόημά τους κρύβεται η μεγαλύτερη αλήθεια. Η δική σου αλήθεια. Αυτή που πολλές φορές κι ο ίδιος σου ο εαυτός αρνείται πεισματικά να παραδεχτεί και μοιάζει μ’ ασήκωτο φορτίο. Το μόνο που ζητούν είναι να εκπληρωθεί ο σκοπός τους. Να ειπωθούν εκεί που πρέπει.

Και κάπως έτσι ένα βράδυ, ανάμεσα σ’ αποτσίγαρα κι αλκοόλ συνήθως, αποφασίζεις να στείλεις εκείνο το μήνυμα που καιρό τώρα γυροφέρνεις στο μυαλό σου. Ξέρεις ήδη πώς θα το ξεκινήσεις και πώς θα το τελειώσεις. Ένα μήνυμα χωρίς πρόλογο και επίλογο, αλλά μόνο με κυρίως θέμα. Αρπάζεις το κινητό σου και τα δάχτυλά σου αρχίζουν να πληκτρολογούν την πρώτη φράση. Μπαίνεις κατευθείαν στο ψητό. Ένα «μου ‘λειψες» κι ένα «σ’ έχω ανάγκη» μπορεί να σηματοδοτούν το ντελίριο συναισθημάτων που πρόκειται ν’ ακολουθήσει, συνεχίζοντας να γράφεις όσα καιρό τώρα σε πνίγουν. Μέχρι που ολοκληρώνεις το μήνυμα κι αντί να πατήσεις «αποστολή», το σβήνεις.

Μήνυμα χωρίς παραλήπτη. Μήνυμα που δε θα σταλεί ποτέ, για χίλιους δυο λόγους. Ίσως γιατί δε θέλεις να βάλεις τον εαυτό σου στη διαδικασία μιας αναμονής που σκοτώνει, κάνοντας σενάρια με το μυαλό σου μέχρι να λάβεις κάποια απάντηση, που υπάρχει περίπτωση να μην έρθει και ποτέ. Ίσως φοβάσαι την απάντηση. Ίσως να σε κυριεύει ένας ακατανίκητος εγωισμός και να μη θέλεις να ρίξεις τα μούτρα σου. Στο κάτω-κάτω της γραφής γιατί ν’ αναλάβεις εσύ το ρόλο του αποστολέα κι όχι του παραλήπτη; Γιατί να ‘ναι το πρόσωπο κάποιου άλλου κι όχι το δικό σου εκείνο που θα λάμψει από ευτυχία κι ικανοποίηση στη θέα ενός μηνύματος γεμάτου συναίσθημα κι ειλικρίνεια;

Ίσως πάλι να μη θέλεις να παίξεις κορώνα-γράμματα την αξιοπρέπειά σου, βλέποντάς τη λίγο αργότερα να σωριάζεται στο πάτωμα και να γίνεται ένα μ’ αυτό. Ίσως να σκέφτεσαι πως είναι πλέον αργά και πως δεν έχει πια καμιά απολύτως σημασία να πεις τ’ οτιδήποτε. Θεωρείς πως οι πιθανότητες ν’ ανατρέψεις την κατάσταση είναι μηδαμινές έως ανύπαρκτες κι εσύ έμαθες να μην παίζεις μ’ αυτές.

«Καλύτερα έτσι», λες. Κι επιλέγεις ν’ ακολουθήσεις το δύσβατο, αλλά ασφαλή κατα τ’ άλλα, δρόμο της σιωπής, μαθαίνοντας να ζεις μ’ αυτήν την πληγή. Μ’ όλα όσα δεν είπες.

Εξάλλου το λούκι που τραβάς δεν αφορά κανέναν άλλον πέρα από σένα. Είναι αποκλειστικά δική σου υπόθεση και πρέπει να μάθεις να το διαχειρίζεσαι εξ ολοκλήρου εσύ κι ο εαυτός σου. Κάπως έτσι, συνεχίζεις να κρατάς καλά κρυμμένη την αλήθεια σου. Από φόβο και δειλία; Από ρεαλισμό; Απ’ ό,τι και να ‘ναι, ένα είναι το σίγουρο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορέι να κερδίζεις τον αυτοέλεγχο και να γλιτώνεις τον εαυτό σου απ’ το επικείμενο άγχος και το φόβο που δημιουργεί το άγνωστο, αλλά χάνεις επίσης και την ευκαιρία να δείς την ανατρεπτική εξέλιξη του πράγματος.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Τρίγκα: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Ειρήνη Τρίγκα