Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα. Ψηλός σαν κυπαρίσσι, χτισμένος σαν τοίχος, με όψη αρκούδας. Πατέρας που πατά στη γη και λες ότι σείεται από το βάρος που κουβαλά στις πλάτες του. Το βάρος της έγνοιας της οικογένειάς του. Τα έμαθε όπως τα μάθαιναν τα πράγματα παλιά, αλλά δεν είχε εκείνα τα παλιά μυαλά που κουβαλούσαν άλλοι. Δουλειά, σπίτι, η γυναίκα του και τα παιδιά του· η οικογένειά του και οι αγαπημένοι του πάνω απ’ όλα, πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό. Να έχουν ό,τι χρειάζονται και θέλουν. Να τους τα παρέχει και να τους καμαρώνει. Να τον αγαπούν, να τον εκτιμούν, να τον καμαρώνουν κι αυτόν. Μπορεί να είχε τριανταρίσει, μπορεί και να μετρούσε πάνω από μισό αιώνα. Ανούσια η ηλικία. Το μόνο σημαντικό είναι ότι είναι πατέρας. Γιατί η ιδιότητά μας αλλάζει άπαξ και δημιουργήσουμε μια ψυχή και την προσθέσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Μαζί και το ποσό ευθύνης για την ίδια την ψυχή αυτή και τον κόσμο σε σύνολο.

Τρώες, Μυρμιδόνες, Βίκινγκς, τσολιάδες, αρματολοί κι αρχαίοι πολεμιστές οι διδαχές του· μαζί με τα αγόρια του μάθαινε για όλα αυτά που δεν τον δίδαξαν στο σχολείο, για όλους αυτούς τους μεγάλους άντρες που κάποτε άφησαν ιστορία με τα κατορθώματά τους. Μια αδυναμία, βέβαια, την είχε κι ο Αχιλλέας για τον Πάτροκλο και ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πολύ αγαπημένος με τον Ηφαιστίωνα. Όμως, μέχρι εκεί ήξερε. Αυτός έμαθε τα πρακτικά, πώς να παρέχει για την οικογένειά του, πώς να κρατά τα μπόσικα και πώς να κάνει καλά όλα όσα θα έβλαπταν ή θα ταλαιπωρούσαν τους δικούς του ανθρώπους. Κάτι σαν τον Άτλαντα τον φανταζόμουν καθώς τον έβλεπα- οι ώμοι του πλατείς αλλά κατιτίς σκυφτοί.

Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα, που σε μια κοινωνία που εξελισσόταν, που άλλαζε, που γινόταν όλο και πιο δεκτική στη διαφορετικότητα, που ακόμα τον ξένιζε, είχε μάθει κι αυτός να αποδέχεται ό,τι νέο υπήρχε, ό,τι νέο δεν είχε ξανασυναντήσει. Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα που ήθελε μόνο την υγεία και την ευτυχία των γιων του. Που με πόνο ψυχής μιλούσε για την κοινωνία στην οποία έφερε στον κόσμο ψυχές που τύχαιναν να έχουν ΧΥ χρωμοσώματα αντί για ΧΧ. Τους οποίους κοιτούσε με τόσο δέος· το δώρο και το μυστήριο της ζωής, όταν εσύ το δημιουργείς, θαρρώ δεν είναι κάτι που συνηθίζεις ποτέ. Κι αν το συνηθίζεις, ώρες και στιγμές, συνειδητοποιείς το μεγαλείο και σε χτυπά σαν τυφώνας η ευθύνη όσων έχεις δημιουργήσει.

Εκείνο το βράδυ, κι ας τον ήξερα για δεκαετίες, πρώτη φορά τον έβλεπα. Μέσα στη ζάλη που έφερνε ένα ποτηράκι παραπάνω –και δύο και τρία- πώς το έφερε η κουβέντα στα παιδιά και στο μέλλον που ίσως έμελλε να έχουν. «Όπως κι αν είναι, ό,τι κι αν επιλέξουν, εγώ θέλω να είναι χαρούμενοι. Και ίσως να δυσκολευτώ να καταλάβω, ίσως να παλέψω μέσα μου να το δεχτώ, ίσως να αναγκαστώ να πω ψέματα στον εαυτό μου για να μπορέσω να είμαι στο πλάι τους, αλλά ποτέ δε θα γυρίσω την πλάτη μου. Ό,τι κι αν κάνουν θέλω να είναι ευτυχισμένοι. Θα τους αφήσουν όμως έτσι να είναι; Πώς θα είναι χαρούμενοι; Δε με νοιάζει ποιον θ’ αγαπήσουν, αρκεί να τους αγαπήσουν κι αυτοί.» Ας μου συγχωρεθεί η παράφραση, ποτηράκι στο ποτηράκι τα λόγια είναι και στο δικό μου μυαλό κάπως θολά. Η ουσία όμως έχει σημασία.

Και ξέρω ότι μου το λέει γιατί θα καταλάβω. Γιατί αισθάνομαι ακριβώς το ίδιο. Γιατί μέσα μου δεν υπάρχει καμιά κριτική, κατάκριση ή και διαχωρισμός για οτιδήποτε διαφορετικό. Εύκολο ν’ αγαπήσεις και να δεχτείς τον άλλον, τον απέναντι, τον δίπλα για τις διαφορετικές του επιλογές και τη διαφορετική του ζωή. Τον αγαπάς και τον συμπονάς γιατί είναι φίλος, συνοδοιπόρος, συνάδελφος, γείτονας. Εύκολο γιατί δεν είναι δικός σου 100%, γιατί αλλιώς τα έζησε κι αλλιώς τα έμαθε. Αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο μ’ αυτόν που εσύ δίδαξες, αυτόν που εσύ έμαθες να πορεύεται, που αντικατοπτρίζει εσένα έστω στο ελάχιστο. Πες το εγωισμό, ναι. Αλλά κάπου, είναι κι ενδιαφέρον. Να μην περνά άσχημα, να μην τον κριτικάρουν αυτοί που τόσες φορές άκουσες να χλευάζουν το διαφορετικό. Να μην είναι δακτυλοδεικτούμενος σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς σε δείχνει με το δάχτυλο ανάλογα με το πόσα βγάζεις, αν ζεις μόνος ή με τους γονείς σου, αν έχεις παντρευτεί ή έχεις επιλέξει να επικεντρωθείς στον εαυτό σου. Δύσκολα τα πράγματα, ακόμα και γι’ αυτούς που δε ζουν στο 1920, αλλά που κάπου αγγίζουν το 1980. Ποιο 2022 λέμε τώρα και ποια διαφορετικότητα;

Τα ίδια κι αυτός. Ξέρει ότι νιώθω τον πόνο του. Σαν να μου δικαιολογείται, σαν να ψάχνει επιβεβαίωση ότι αυτό που μου εξομολογείται είναι σωστό και δεν τον κάνει λιγότερο πατέρα. Κι ας είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα, κι ας μην έχει απολύτως καμία ένδειξη ότι κάποτε θα γίνει όντως κάτι από αυτά που φοβάται.

Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα που μου είπε ότι θ’ αγαπά και θ’ αποδέχεται τους γιους του πάντα για πάντα και στα πάντα, ότι τον ενδιέφερε μόνο να είναι σωστοί άνθρωποι κι αν έμελλε κάποια μέρα να φέρουν κάποιον στο σπίτι που να μην μπορεί να τους κάνει παιδί, θα το δεχόταν. Κανείς άλλος δε θα είχε λόγο σε αυτό πάρα μόνο το παιδί του. Δεν είπε ποτέ τη λέξη.

Για έναν άνθρωπο τέτοιο, έναν Άτλαντα, μια αρκούδα, άντρα που έχει μεγαλώσει με αρχές άλλες, δεν είναι εύκολο να πει τη λέξη. Όχι μόνο πολεμά το κατεστημένο, πολεμά τον εαυτό του, όσα έχει μάθει να ενστερνίζεται, όσα έχει ζήσει, όσα βλέπει γύρω του. Πολεμά η αγάπη που έχει μέσα του με τις διδαχές που τόσο προσπαθεί να αποτινάξει. Κι αν όχι να αποτινάξει, να λυγίσει και να εξαφανίσει για χάρη αυτών των πλασμάτων που έφερε σ’ αυτόν τον τόσο άχαρα ακατάδεκτο κόσμο. Σ’ αυτόν τον κόσμο που υπάρχει περίσσια κριτική και τόσο λίγη κατανόηση κι αποδοχή. Κάπου πρέπει να περισσέψει κάποια αποδοχή γι’ αυτόν επίσης. Κάπου πρέπει να κατανοήσουμε, ν’ αποδεχτούμε και να συμπονέσουμε κι αυτόν που δεν τα ‘μαθε έτσι τα πράγματα και προσπαθεί τώρα ν’ αλλάξει στο μυαλό του ό,τι του έμαθαν ότι είναι το «σωστό».

Μη βλέπουμε μονόπλευρα τα πράγματα. Αν η κοινωνία αλλάζει, υπάρχουν κι αυτοί που πασχίζουν μαζί της ν’ αλλάξουν. Που κάνουν κόπο να καταλάβουν μια γλώσσα που ποτέ δεν είχαν ακούσει, μια οπτική που ποτέ δεν είχαν δει. Υπομονή χρειάζεται κι εκεί και κατανόηση. Αποδοχή κι αγάπη. Και ναι, η προσπάθεια μετρά κι εδώ. Ένα-ένα βήμα αλλάζει ο κόσμος κι όχι εν μια νυκτί. Λίγο-λίγο, όπως ένα μωρό μαθαίνει να κάνει τα πρώτα του βήματα, να λέει τις πρώτες του λέξεις.

Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα, που από τη στιγμή που γεννήθηκαν τα παιδιά του, άλλαξε ο κόσμος του όλος. Που ξέρει μόνο ό,τι τον προστάζει το μέσα του, που μαθαίνει κάθε μέρα τα παιδιά του να ζουν έτσι. Δεν είναι όλοι το ίδιο, αλλά όλοι χρειαζόμαστε έναν ώμο, έναν φίλο, έναν άνθρωπο, που θα είναι εκεί για εμάς. Που μεγαλώνει παιδιά που δε θα μισούν καθετί που θα είναι διαφορετικό απ’ αυτούς, αλλά που θα το ψάχνουν, θα πασχίζουν να το κατανοήσουν, να μπουν στη θέση τους, να το νιώσουν, να το αποδεχτούν και να σταθούν πλάι του επάξια, βράχος, ένα, τοίχος.

Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα που μπορεί να βάλει στην άκρη τον εαυτό του για την ευτυχία των παιδιών του. Που πρώτα θα βάλει αυτούς και μετά όλους τους υπολοίπους. Που μου μίλησε και κάθε λέξη του έσταζε τρόμο. Γιατί όταν τα έλεγε ήξερε, ξέρει, κατά βάθος, ότι η αγάπη δεν έχει σχέση στην πραγματικότητα με το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με κάποιον, αλλά με το να είμαστε εκεί δίπλα, να στηρίζουμε και να δείχνουμε καθημερινά -και χωρίς κάποια δικαιολογία- τη δική μας αποδοχή, κατανόηση κι αγάπη. Με την ελπίδα ότι ίσως στη ζωή τους όντως ευτυχήσουν. Ίσως στη ζωή τους να δουν άσπρη μέρα. Να ξέρουν –όχι απλώς να υποψιάζονται- ότι τους αγαπούν γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που κάνουν.

Στην τελική είναι τα δικά του παιδιά κι όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αυτό δεν αλλάζει. Ούτε και θα το άλλαζε ποτέ. Όπως κι αν τα φέρει τελικά η ζωή. Τα παιδιά του, όπου κι αν τους οδηγήσει η ζωή, θα έρχονται πάντα πρώτα.

Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα που είναι αληθινός Πατέρας.

Ναι, με «Π» κεφαλαίο.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου