Έχουμε την τάση να προσαρμόζουμε τις επιθυμίες μας στα πρότυπα μιας κοινωνίας που δε θα σταματήσει ποτέ να μας επιβάλλει τις δικές της. Κι έτσι, αναγκάζουμε τους εαυτούς μας να συμβιβαστούν με ό,τι προϋποθέτουν οι συνθήκες του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, χωρίς αυτό να σημαίνει πως απολαμβάνουμε την πορεία μας σε αυτό.

Αναζητούμε τη μετριότητα στο βολικό συνωστισμό του πλήθους και γινόμαστε συνειδητά ένα με αυτό. Αρνούμαστε κατηγορηματικά ν’ αναδείξουμε αυτό που θα μας ξεχωρίσει κι επαναπαυόμαστε εν γνώσει μας σε μια πραγματικότητα αδιάφορη κι υποτονική, από φόβο μπας και δεν καταφέρει, τελικά, να εντυπωσιάσει η προσωπική μας εκδοχή του διαφορετικού.

Γι’ αυτό και, οι περισσότεροι από εμάς, βαλτώνουμε σε σχέσεις τελειωμένες για να νιώσουμε έστω κι έτσι καλύτερα απ’ ό,τι αν χρειαζόταν να μας αντιμετωπίσουμε. Βρίσκουμε καταφύγιο σε ημίμετρα θάβοντας την ιδέα του ολόκληρου, αφού φοβόμαστε πως ίσως να μην είμαστε ικανοί να το ζήσουμε.

Επιλέγουμε έτσι τους συντρόφους μας λαμβάνοντας υπόψη τα ελαττώματά τους, που μας ανακουφίζουν κάνοντας λιγότερο ενοχλητικά τα δικά μας ψεγάδια. Κι έτσι παριστάνουμε πως αποδεχόμαστε τις λιγότερο λαμπερές πτυχές τους. Στην ουσία, όμως, στεκόμαστε σ’ αυτά όσο προσπαθούμε να μας κάνουμε να αισθανθούμε ανώτεροι, επιβεβαιώνοντας τα δικά μας προτερήματα.

Για να ξεφύγουμε, λοιπόν, απ’ τη στάσιμη και κάπως σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας και για να δικαιολογήσουμε, κατά κάποιον τρόπο, τις συνθήκες που μας οδήγησαν σε αυτήν ή την αδράνειά μας να βγούμε απ’ αυτή, εστιάζουμε επικριτικά σε όλα αυτά που εξαρχής δε μας έκαναν και την καλύτερη εντύπωση στην προσωπικότητα ή και την εμφάνιση του συντρόφου μας, κι ας τον επιλέξαμε παρ’ όλα αυτά. Η υποκρισία στο μεγαλείο της. Γιατί μας εξασφαλίζει μια ασφάλεια η υποτίμησή τους, πως τάχα δε θα μας αφήσουν για κάτι καλύτερο ή πως εμείς δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε περισσότερο.

Φτάνουμε στο σημείο να επιλέγουμε ό,τι θεωρούμε κατώτερό μας, για να νιώσουμε καλύτερα για την αφεντιά μας. Κινούμαστε παρασυρμένοι απ’ τον εγωισμό και τη μικροπρέπειά μας, καθώς κάτι αντικειμενικά ανώτερο θα μας υπενθύμιζε την ανάγκη μας για εξέλιξη κι αυτοβελτίωση και θα μας απομάκρυνε βίαια απ’ τη βολική ιδέα μας γύρω απ’ τη μετριότητα, που φυσικά κι αποτελούμε κομμάτι της.

Επενδύουμε έτσι πάντα σε όσους θα μπορούσαμε να χειριστούμε ή κι ιδανικά να υποβαθμίσουμε, αρκεί να μη χάσουμε εμείς καθόλου απ’ τη δήθεν υπεροχή μας. Θάβουμε έτσι την εσωτερική μας ανάγκη για το καλύτερο, κυρίως τον καλύτερο εαυτό μας, κι επαναπαυόμαστε στην ιδέα πως ούτε οι γύρω μας επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο του διαφορετικού.

Η ανάγκη μας να νιώθουμε συνεχώς ανώτεροι απ’ το σύντροφό μας, τραβώντας παράλληλα και τα βλέμματα με την εξωτερική ομορφιά μας (που έχουμε συνδυάσει υπέροχα με μια εσωτερική σαπίλα) είναι η απόδειξη της ανασφάλειάς μας, που έχει μετατραπεί στο χειρότερο εφιάλτη μας.

Διαλέγουμε όσους, υποκειμενικά, θεωρούμε ακατάλληλους και λιγότερους κι ύστερα παραμένουμε στάσιμοι σε μια συντροφικότητα που δεν κατάφερε ποτέ να μετατραπεί σ’ αγάπη, απλά και μόνο γιατί μας προσφέρει την εσωτερική επιβεβαίωση που χρειαζόμαστε για να τρέφουμε το ανασφαλές εγώ μας. Κι έτσι, ο σύντροφός μας γίνεται αντανάκλαση της απληστίας μας για κάτι που έχουμε απορρίψει, αλλά συνειδητά το κρατάμε.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, όμως, πως η μετριότητα δεν έχει θέση στο θαύμα που ονομάζεται ζωή. Κι αν δε στοχεύσουμε προς την πληρότητα που μπορεί να μας προσφέρει κάθε πτυχή της, τότε θα βαλτώσουμε σ’ ένα ξεχασμένο μονοπάτι που δε θα τη φτάσει ποτέ, όσες λακκούβες κι αν προσπεράσουμε μανιωδώς για να φτάσουμε σε ό,τι τη θυμίζει, αλλά δεν αποτελεί κομμάτι της.

Ήρθε ο καιρός, λοιπόν, ν’ αποδεχθούμε τους εαυτούς μας γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα θέλαμε να ‘ναι, κι ύστερα να αναγνωρίσουμε στους άλλους το μεγαλείο τους, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτό που ψάχναμε εμείς. Να μην προσπαθούμε να τους μειώσουμε, αλλά να βρούμε διαφορετικούς τρόπους, λιγότερο μικρόψυχους κι εγωιστικούς, για να μας ανεβάσουμε. Ν’ αγαπάμε τους ανθρώπους για τα ελαττώματά τους και να αντιλαμβανόμαστε πως το ότι τα δικά τους διαφέρουν απ’ τα δικά μας, δε σημαίνει πως εμείς δεν έχουμε ψεγάδια.

Να αφήνουμε όσους δεν καταφέραμε να εκτιμήσουμε ελεύθερους για να αγαπηθούν όσο απόλυτα τους αξίζει, να ερωτευόμαστε μ’ ένταση τη ζωή και να ζούμε τον έρωτα με πάθος.

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη