

Βρισκόμουν τις προάλλες σε μια παρέα, η οποία είχε θέμα συζήτησης έναν γνωστό, στην περιοχή, μικροαπατεώνα που καταχράστηκε μερικές χιλιάδες ευρώ από καλοπροαίρετους ανυποψίαστους συνανθρώπους μας. Έλεγαν όλοι ότι άργησαν να τον ανακαλύψουν λόγω των μικροποσών που αποσπούσε από τον καθένα και μέχρι να τον ξεμπροστιάσουν είχε ήδη γίνει μπουχός. Είχα πάρα πολλά χρόνια ν’ ακούσω τη συγκεκριμένη φράση, ήταν καταχωνιασμένη στο βάθος της μνήμης μου και ομολογώ ότι απέδιδε τέλεια το νόημα. Ο φίλος μας εξαφανίστηκε, άνοιξε η γη και τον κατάπιε, έγινε καπνός.
Η έννοια της φράσης δεν είναι μόνο ελληνικό προνόμιο. Υπάρχει και σε άλλες χώρες, σε άλλες γλώσσες και διαλέκτους και χρησιμοποιείται ευρέως από πολλούς. Οι Ιάπωνες, ο λαός με τα πολλά ενδιαφέροντα κοινωνικά και πολιτιστικά φαινόμενα, έδωσαν όνομα και εξήγηση στο φαινόμενο, κάτι που οδήγησε διάφορους μελετητές και συγγραφείς να ασχοληθούν με αυτό. Το φαινόμενο Johatsu, που σημαίνει εξάτμιση, προκάλεσε το ενδιαφέρον αρχικά δύο Γάλλων να το ερευνήσουν και να καταγράψουν κάτι, που νόμιζαν μεμονωμένο περιστατικό.
Το 2008, δύο Αμερικανοί, η Léna Mauger και ο Stéphane Remael, έμαθαν τυχαία την ιστορία ενός ζευγαριού από την Ιαπωνία που είχε απλώς εξαφανιστεί. Χάθηκαν τα ίχνη τους, δεν μπορούσαν να τους βρουν, ήταν λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Και το πιο ενδιαφέρον ήταν ότι αυτό ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, ένα φαινόμενο μυστηριώδες αλλά και συχνό.
Η περιέργεια ήταν αυτή που ώθησε το ζευγάρι να ταξιδέψουν μέχρι την Ιαπωνία για να ψάξουν και να βρουν ό,τι πληροφορία υπήρχε. Μετά από δεκαπέντε χρόνια, και με την ολοκλήρωση της έρευνάς τους, προχώρησαν στη συγγραφή και κυκλοφορία του βιβλίου “The Vanished: The ‘Evaporated People’ of Japan in Stories and Photographs”, πάνω στο οποίο βασίστηκε και το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του BBC.
Το φαινόμενο Johatsu έχει να κάνει με όσους Ιάπωνες εθελοντικά εξαφανίζονται από προσώπου γης και δεν είναι δυνατόν να βρεθούν με κανέναν τρόπο. Χάνονται τα ίχνη τους και πλανάται ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από την εξαφάνισή τους. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανθρώπων που «εξαφανίζονται» με αυτόν τον τρόπο ποικίλλουν, αλλά συχνά αναφέρεται ότι κάθε χρόνο περίπου 100.000 έως 150.000 Ιάπωνες εξαφανίζονται εθελοντικά.
Οι 2 Αμερικανοί δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να συλλέξουν πληροφορίες από συγγενείς, φίλους και γνωστούς του ζευγαριού. Αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία και οι κουβέντες που τούς έλεγαν ήταν μετρημένες. Χρειάστηκε πολύς καιρός και πολλή προσπάθεια για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ντόπιων και να τους μιλήσουν για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι δικοί τους «εξατμίστηκαν».
Στην ουσία, το φαινόμενο είναι πιο πολύ γραφειοκρατική εξαφάνιση. Χάνονται τα διοικητικά αποτυπώματα των ατόμων αυτών, δεν μπορούν να βρεθούν σε καμιά διοικητική πράξη ή αρχείο. Έτσι κι αλλιώς, το ιαπωνικό κράτος δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρό σε θέματα προσωπικών δεδομένων και απόρρητων πληροφοριών, εκτός κι αν πρόκειται για ποινικά αδικήματα.
Το άκρως ενδιαφέρον του φαινομένου είναι ότι όσοι εξαφανίζονται, δεν το κάνουν για να αποφύγουν σύλληψη ή καταδίκη, η συντριπτική πλειοψηφία τους τουλάχιστον. Το κάνει για μια σειρά από λόγους, προσωπικής φύσεως, που έχουν να κάνουν πιο πολύ με το ίδιο το άτομο και τη θέση του στην κοινωνία.
Ο βασικός λόγος είναι μια πιθανή οικονομική αποτυχία. Ένα δάνειο που δεν μπορεί να αποπληρωθεί, ένα οικονομικό άνοιγμα που δεν πήγε καλά, συσσωρευμένα χρέη, πτώχευση μιας οικογενειακής επιχείρησης. Η αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του μπορεί να το οδηγήσει στην απόφαση να εξαφανιστεί για να μην έρθει, κιόλας, αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του. Συναρτήσει αυτού, θα έλεγα ότι παίζει ρόλο και η αποτυχία του στον επαγγελματικό τομέα. Η συνεχιζόμενη ανεργία ή αδυναμία εύρεσης δουλειάς (με ικανοποιητικό μισθό και στο αντικείμενο σπουδών του), η απόλυση, η αποτυχία σε απανωτές εξετάσεις ή συνεντεύξεις για δουλειά, μπορεί να δημιουργήσουν, εκτός από τα πάμπολλα πρακτικά, καθημερινά προβλήματα, ένα αίσθημα ντροπής. Το άτομο ξεκινά να νιώθει μη «αρκετός», κατώτερος, ότι τον λυπούνται οι γύρω του και τον αντιμετωπίζουν με λύπηση και οίκτο. Μην μπορώντας να διαχειριστεί και να ξεπεράσει αυτά τα συναισθήματα, αποφασίζει να φύγει μακριά.
Πιθανός λόγος μπορεί να είναι και η οποιασδήποτε μορφής βία ή καταπίεση που βιώνουν αυτά τα άτομα. Αρχικά, η καταπίεση που ενδεχομένως νιώθουν λόγω των προσδοκιών που η ίδια η κοινωνία γεννά, σχετικά με τον γάμο, την τεκνοποίηση, γενικότερα αυτό που η ίδια ορίζει ως επιτυχία, δημιουργεί αφόρητη πίεση στο άτομο και το οδηγεί στην απόφαση να εξαφανιστεί. Το χειρότερο σενάριο, η ενδοοικογενειακή βία με τις τραγικές προεκτάσεις στο ψυχικό και συναισθηματικό επίπεδο των ατόμων, μπορεί να το οδηγήσει αρχικά σε εσωστρέφεια και ακολούθως σε απόγνωση και απελπισία. Μπορεί να είναι και η επιθυμία να αποφύγουν τ@ν βασανιστή τους, να φύγουν μακριά από τα δεινά που τους προκαλεί ή τις απειλές που δέχονται. Φεύγουν μακριά για να ξεφύγουν από όλα αυτά που βιώνουν. Μπορεί και εν τέλει, να είναι η επιθυμία τους για μια νέα αρχή, να τα αφήσουν όλα πίσω τους και να ξεκινήσουν από το μηδέν.
Όλα αυτά τα δεδομένα οδήγησαν και στην εμφάνιση ενός νέου επαγγέλματος λόγω της ζήτησης γύρω από αυτό. Οι εταιρίες yonige-ya είναι αυτές που αναλαμβάνουν τη διαφυγή του ατόμου και την ασφαλή μεταφορά του σε απομονωμένο και μακρινό περιβάλλον. Επί πληρωμή και με άκρα μυστικότητα για να διασφαλιστεί η εχεμύθεια.
Στο βιβλίο αλλά και το στο ντοκιμαντέρ προκύπτουν πολλά ενδιαφέροντα για αυτό το φαινόμενο. Δεν είναι μόνο άτομα μεγάλης ηλικίας που εξαφανίζονται, είναι και φοιτήτριες, άτομα νεαρά, μαθητές, που νιώθουν πίεση από εξωγενείς παράγοντες. Ευνοούνται από το ότι η ιαπωνική αστυνομία δεν τους κυνηγά γιατί δε θεωρούνται παράνομοι.
Το φαινόμενο Jihatsu είναι δείγμα της γενικότερης φιλοσοφίας που διέπει την ιαπωνική φιλοσοφία ζωής. Τη μη ανάμειξη στα προσωπικά και τη ζωή του άλλου. Ταυτόχρονο, όμως, δεικνύει και μια άλλη, ανησυχητική πτυχή της σύγχρονης ζωής. Την ανάγκη του ανθρώπου να φύγει από ό,τι τον ταλανίζει και τον βασανίζει, που προϊόντος του χρόνου αποδεικνύεται ότι είναι πολλά αυτά που μάς ταλαιπωρούν.