Περάσαμε άλλο ένα βράδυ πίνοντας κρασί και παίζοντας Monopoly. Με κατηγορείς ότι κλέβω αλλά σας γνήσιο σπασικλάκι απλά ξέρω ότι παίζω καλά και κερδίζω. Χτίζουμε σπίτια, ξενοδοχεία, αλλάζουν τα χρήματα χέρια, ας κυκλοφορούν έστω τα εικονικά χρήματα γιατί με αυτή την κατάσταση που επικρατεί, τα αληθινά μας αποφεύγουν σθεναρά. Και κάπου εκεί με ρωτάς «πως φαντάζεσαι το σπίτι μας, πως θέλεις να είναι;»  Η αλήθεια είναι πως δεν το έχω σκεφτεί.

Τώρα όμως που είμαι μακριά σου και κάθομαι στον υπολογιστή και γράφω το σκέφτομαι όλο και πιο έντονα. Γιατί νιώθω πάρα πολύ έντονα την ανάγκη να γυρίσω πίσω κοντά σου. Περνάω εικοσιτετράωρα μετ’ εμποδίων. Κούρσα η καθημερινότητα μου και τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν με διαλύουν. Μετράω αντίστροφα εφτά μέρες. Τόσες με κρατούν μακριά σου. Τόσες θέλω για να σε συναντήσω. Τόσες για να σε κρατάω ξανά στα χέρια μου και να βάλω το πρόσωπο μου μέσα στα μαλλιά σου, να μυρίσω την μυρωδιά σου, που μου έχει λείψει τρελά.

Για κάθε μου ταξίδι, εσύ είσαι ο προορισμός μου αγάπη μου. Εσύ είσαι το σπίτι μου. Η αγκαλιά σου, τα χείλη σου, όταν με υποδέχονται. Τα μάτια σου που λάμπουν, όταν με κοιτάζουν.

Πώς φαντάζομαι το σπίτι μας; Διαμέρισμα, μονοκατοικία, loft, τρύπα, έπαυλη, παραθαλάσσιο, στο βουνό, μέσα στην πόλη. Δε με νοιάζει.

Δε με νοιάζει αν οι τοίχοι θα είναι πορτοκαλί, μαύροι ή μπορντοροδοκόκκινοι με λουλακί βούλες. Δε με νοιάζει αν τα κάδρα μας στο σαλόνι θα είναι μοντέρνα, μεταμοντέρνα ή αφαιρετικά. Δε με νοιάζει αν θα πάρουμε γωνιακό καναπέ ή αν θα αγοράσουμε 50 ιντσών τηλεόραση. Δεν με νοιάζει να έχουμε ενεργειακό τζάκι, την έξυπνη σήτα ή το ηλίθιο σκουπάκι.

Το σπίτι το κάνει ο κόσμος με τον οποίο το γεμίζεις και όχι τα τούβλα, οι πόρτες και τα παράθυρα. Το σπίτι το κάνουν οι άνθρωποι που ζουν σε αυτό και όχι τα άψυχα υλικά που το κοσμούν.  

Σπίτι, μωρό μου, είναι οπουδήποτε είμαι μαζί σου.

Ειλικρινά δε θέλω ένα ακόμη μικροαστικό κατασκεύασμα. Θέλω να έχει το μεράκι μας και την δημιουργικότητά μας. Να έχει την αναπνοή σου και το γέλιο μου. Δεν θέλω να το χτίσω  με τούβλα, πέτρα και ασβέστη. Θέλω με ανάσες, χαμόγελα, δάκρυα και λέξεις. Ένα οίκημα γίνεται «σπιτικό» όταν βάζουμε τη ψυχή μας και φωλιάζουμε την αγάπη μας.

Όπου και αν είμαι, όπου και αν ταξιδεύω, θέλω πάντα σε σένα να γυρνάω. Ότι είμαστε το κουβαλάμε συνεχώς μαζί μας. Και εγώ, είμαι εσύ. Όσο μακριά και αν είμαστε, πάντα βρίσκουμε τρόπο να ερχόμαστε κοντά και να φτιάχνουμε τον δικό μας χωροχρόνο.

Κάθε έρωτας είναι ένα σπίτι, στον οποίο κατοικούν δυο άνθρωποι, που ο καθένας κουβαλάει τη δική του ιστορία, τις δικές του αναμνήσεις, τα δικά του χαμένα όνειρα και τη δική του χαρά. Μέσα σε αυτό το σπίτι βρίσκουν τον χώρο να ενωθούν και να ορίσουν την δική τους κοινή πορεία και γίνουν ένα.

Έρωτας σημαίνει να μην ξέρεις που πηγαίνεις, να μην θέλεις να ξέρεις που πηγαίνεις. Μοναχά να κρατάς εσύ το χέρι μου και να πηγαίνουμε μαζί. Σε όποια πόλη, σε όποια χώρα δεν έχει σημασία, γιατί σπίτι είναι όπου είμαι μαζί σου μωρό μου.

 

Συντάκτης: Χάιντι Σεραφειμίδου