Στη ζωή μου έμαθα οι κινήσεις μου να μην εξαρτώνται απ’ τους άλλους. Κατάλαβα ότι για να περπατάω ελαφριά, για να ‘χω το κεφάλι μου ήσυχο, θα πρέπει πρώτα ν’ αποφασίζω πώς σ’ εμένα αρέσει να ‘ναι τα πράγματα γύρω μου. Το να περιμένεις να δεις τους ανθρώπους για να συμπεριφερθείς ανάλογα είναι μεγάλο μανίκι. Ενώ αν ξέρεις τι θες, πώς το θες, τι σε κάνει να νιώθεις ο εαυτός σου και σαν στο σπίτι σου, φροντίζεις και στρέφεις την ενέργεια του κόσμου προς εκείνη την κατεύθυνση. Δημιουργείς τις προϋποθέσεις για να εκκινήσεις τους μηχανισμούς των πάντων, έχεις το καρπούζι και το μαχαίρι.

Τι να περιμένω; Τον κόσμο να περιστραφεί για να νιώσω ότι κινούμαι; Τι περίμενες; Να κρεμαστώ απ’ τα χείλη σου, να ζω για μια κουβέντα σου, να χτίσω την ψυχολογία μου πάνω στα δικά σου καπρίτσια; Γι’ αυτό κι αποφάσισα προτού εσύ να δράσεις. Γι’ αυτό και σε συγχώρεσα πριν στείλεις τη συγγνώμη σου με δόξα και τιμές να περιμένει στην πόρτα μου όταν επιστρέψω.  

Χαλάστηκα, δε σου κρύβω. Ο τρόπος που ανταλλάξαμε τις τελευταίες μας κουβέντες ήταν σαν μπουνιά στο στομάχι. Έκανα μέρες να συνέλθω, ο πόνος υπήρξε φυσικός και πολύ με προβλημάτισε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Μα ήταν μόνο λόγια. Αλλά την έβλεπα τη χροιά μου πώς σου χάρασσε το δέρμα. Τις έβλεπα τις συλλαβές πώς χώνονταν στις χαραμάδες. Τα έβλεπα τα αίματα πώς λέκιαζαν τον αέρα που μας χώριζε. Μέχρι που τελειώσαμε. Γυρίσαμε τις πλάτες και φύγαμε και οι δύο με χέρια λευκά, με ρούχα καθαρά κι απείραχτα.

Τον πρώτο καιρό δε σκεφτόμουν κάτι άλλο. Το μυαλό μου είχε γεννήσει ένα δεύτερο μικρό μυαλό μέσα του που με ταλαιπωρούσε. Το ξέρεις αυτό το συναίσθημα. Αυτό που έχεις πλήρη συναίσθηση του τι είναι υγιές κι όμως το μυαλό σου μένει με δική του πρωτοβουλία κολλημένο στο προβληματικό. Έτσι ξεκινούσα όλες τις μέρες μου. Ήξερα ακριβώς πού ήταν τα λάθη μας, από πού είχε ξεπηδήσει το πρόβλημα, τι αντίκτυπο είχε στη ζωή μας, παρ’ όλ’ αυτά στο μυαλό μου μαινόταν ο πόλεμος. Και δεν μπορούσα να το φτάσω, να το χτυπήσω, να μείνει αναίσθητο. Ήταν καλά προφυλαγμένο εκεί στο κέντρο του κεφαλιού μου, κάτω από στρώσεις ξεροκεφαλιάς, πληγωμένου εγωισμού κι  ανικανοποίητων βουλήσεων.

Ύστερα, άρχισα να μαλακώνω. Συμβίβασα τις φωνές μέσα μου, χαλάρωσα το κεφάλι μου. Έγινα ξανά ένας άνθρωπος με μία σκέψη, μία βούληση, μία απόφαση. Αποφάσισα ότι για να ξαναβρώ γαλήνη, ήθελα να συγχωρήσω αυτό που μας είχε συμβεί. Ήθελα να συγχωρήσω εμάς. Έτσι, συγχώρεσα εσένα. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί μου έφερε την ηρεμία μου ξανά. Το καλοδέχτηκα. Καθάρισα από μέσα μου τον θόρυβο, τις πολλαπλές προσωπικότητες, τις κρίσεις μελαγχολίας. Ξερίζωσα τη βλακεία που μας έπιασε, σαν το ζιζάνιο γύρω απ’ την υγιή ρίζα.

Εσύ δε συμμετείχες πουθενά σ’ όλο αυτό. Θα ‘χες τους λόγους σου. Θα ‘χες τα ζόρια σου. Δε φαντάστηκα ποτέ ότι για ‘σένα θα ‘ταν λιγότερο ψυχοφθόρο για κάποιο λόγο. Περίεργη λέξη η συγγνώμη. Μυστήρια ορθογραφία, πολλά σύμφωνα στη σειρά, αλλιώς τη γράφεις, αλλιώς ακούγεται. Μπλέξιμο. Τη νιώθεις αλλά μέχρι να την πεις είναι πολύς ο δρόμος. Δειλιάζεις, αλλάζεις χρώματα, πιάνεις το ακουστικό και την επόμενη στιγμή το κατεβάζεις, φτάνεις μέχρι την πόρτα και τελικά γυρίζεις πίσω.

Ώσπου βρήκες τον τρόπο να την προφέρεις. Έβαλες τους φθόγγους σε σειρά. Τους πρόβαρες στον καθρέφτη δίπλα απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας σου, στο τζάμι παρκαρισμένων αυτοκινήτων στον δρόμο προς εμένα, στη βιτρίνα του φούρνου κάτω απ’ το σπίτι μου με κουλουράκια από πίσω. Σ’ άκουσα μες στο ασανσέρ, να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και να μιλάς στο είδωλό σου. Σε περίμενα πίσω απ’ την κλειστή πόρτα και παρακάλεσα αυτή τη φορά να πατήσεις πάνω στο χαλάκι και να μου χτυπήσεις. Σου άνοιξα.

Στο ρεύμα της πόρτας ανέμισε η ηρεμία μου γιατί σε είχα συγχωρέσει. Σ’ άφησα να μιλήσεις, όμως, γιατί το χρώσταγες. Σ’ είχα συγχωρέσει αλλά κι εσύ απ’ την πλευρά σου έπρεπε να βρεις τη δική σου γαλήνη. Ξαφνιάστηκες όταν τελείωσες, αλλά και πάλι ήμαστε δύο άνθρωποι που ο καθένας φρόντισε να πάρει αυτό που χρειαζόταν με το δικό του τρόπο.    

Έμαθα να μην εξαρτώ τη ζωή μου απ’ τους άλλους ανθρώπους. Έμαθα αυτό που θέλω να το φτιάχνω. Έμαθα να συγχωρώ. Εκεί που αξίζει, εκεί που θέλω και μπορώ. Δεν περιμένω τίποτα και κανέναν. Αν θες έλα. Τη συγγνώμη που μου χρώσταγες στην έχω ήδη δώσει.

 

Επιμέλεια κειμένου Μαίρης Ρήγα: Ελευθερία Παπασάββα

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα