Άραγε είναι ευχή ή κατάρα να συναντάς τυχαία στο δρόμο σου, ανθρώπους που η συμπεριφορά τους μοιάζει; Μάλλον αυτό εξαρτάται απ’ το αν τις ομοιότητες τις εντοπίζουμε σε θετικά ή σε αρνητικά σημεία. Συχνά ακούμε πως οι σχέσεις είναι εν μέρει ένα μεγάλο λαχείο, μπορεί όμως να θεωρηθεί τυχαίο το να πέφτεις μόνιμα πάνω σε συμπεριφορές που, όχι μόνο την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου δε βγάζουν αλλά τη χειρότερη;

Αν το φαινόμενο λοιπόν επαναλαμβάνεται, ίσως πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε για μοτίβα όχι στη συμπεριφορά των άλλων αλλά στη δική μας. Όταν ελκύουμε σταθερά έναν τύπο ανθρώπου -και ιδιαίτερα αν αυτός ο τύπος τελικά δε μας αρέσει- πρέπει να αναρωτηθούμε αν πρόκειται τελικά για έλξη ή για αναζήτηση. Όταν μιλάμε για μαγνήτες και λέμε ότι αυτοί ευθύνονται για τα άτομα που έχουμε κοντά μας ας μην ξεχνάμε πως ακόμη και ο μαγνήτης για να λειτουργήσει πρέπει να πλησιάσει ο ίδιος κάτι. Δεν πάει το μέταλλο πάνω του, αυτός κάνει κίνηση προς το μέταλλο.

Αν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε συμπεριφορές και να τις εκλαμβάνουμε για ανεκτές ακόμη κι αν κατά βάθος ξέρουμε ότι δεν είναι, αν δεν κάνουμε το βήμα να βγούμε εμείς έξω από τα νερά της συνήθειας, τότε μάλλον αυτό που ρίχνουμε στην έλξη είναι απλώς άνθρωποι που μας μοιάζουν, που μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς. Αλλά τότε πώς μπορούμε ταυτόχρονα να ελπίζουμε, ή να έχουμε την απαίτηση, μιας διαφορετικής συμπεριφοράς;

Μια από τις θεωρίες που είχε διατυπώσει ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ήταν πως οι σύντροφοι που επιλέγουμε έχουν πολλές ομοιότητες με τους ανθρώπους που μας έφεραν στον κόσμο και ο Σκίνερ συμπλήρωσε πως όχι μόνο ψάχνουμε στον ιδανικό σύντροφο κοινά γνωρίσματα με τους γονείς μας, αλλά μας μαγνητίζουν συνήθως άνθρωποι που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με εμάς τους ίδιους.

Αν κάποιος λοιπόν είχε ζήσει ένα συγκεκριμένο είδος συμπεριφοράς, μπορεί πιο εύκολα να εντοπίσει στον περίγυρο που κινείται συμπεριφορές που τείνουν να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά και να τις επιδιώκει ασυναίσθητα γιατί απλά έτσι έχει μάθει, ακόμη κι αν αυτές έχουν το πιο αρνητικό αποτύπωμα. Αν έχει στερηθεί ας πούμε την αγάπη και έχει δίψα για να τον αποδεχτούν γι’ αυτό ακριβώς που είναι, εύκολα ίσως εξιδανικεύει ανθρώπους σε μια προσπάθεια διεκδίκησης όσων στερήθηκε. Ίσως πρόκειται ακόμη και για ένα προσωπικό στοίχημα το να τα καταφέρει. Πώς να γίνει όμως αυτό αν οι προσδοκίες βασίζονται στους άλλους κι όχι στον ίδιο του τον εαυτό;

Όταν συναντάμε παραπάνω από μία φορές ανθρώπους με κοινή συμπεριφορά, ίσως απλά να είναι μια ανάγκη δική μας να δούμε σε άγνωστα πρόσωπα, γνωστές συμπεριφορές. Ίσως γιατί τώρα έχουμε την εμπειρία να διαχειριστούμε διαφορετικά τις σχέσεις και μέσα από αυτές να δούμε και τη δική μας εξέλιξη. Όταν βρίσκουμε ομοιότητες, απευθείας το μυαλό και το σώμα μπαίνει σε μια πιο γνώριμη κατάσταση. Πιθανόν αυτό που είναι οικείο στα μάτια μας τελικά να μας είναι και πιο ελκυστικό, χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κανόνα. Δηλαδή συνδέοντας ή συγκρίνοντας το παρελθόν με το παρόν έχουμε την αντίληψη πως θα διαβάσουμε με περισσότερη βεβαιότητα το κοντινό μέλλον.

Μήπως οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που έλκουμε οφείλονται σε δικούς μας φόβους; Στην ευκολία της αφομοίωσης σε κάτι γνωστό, παρά στη διαδικασία προσαρμογής σε κάτι άγνωστο; Στη βεβαιότητα που προσφέρει κάτι που έχουμε δοκιμάσει ξανά; Ένα φαγητό το οποίο δε σε τρέλανε στη γεύση, είναι πιο ασφαλή επιλογή από ένα που δεν έχεις δοκιμάσει ποτέ. Μπορεί το ένα να μη σου άρεσε, υπάρχει η πιθανότητα όμως το άλλο να θες απλώς να το φτύσεις. Δε ρισκάρεις λοιπόν, χάνοντας όμως και την ευκαιρία να δοκιμάσεις μια γεύση που θα σε συναρπάσει. Ίσως τελικά ο φόβος να έγκειται στο ότι αν αφεθούμε σε κάτι που είναι κόντρα στο χαρακτήρα, στις αρχές και στα βιώματά μας και δεν ταιριάζει με τα μέχρι τώρα δεδομένα της ζωής μας, δε θα μπορεί τελικά να ευδοκιμήσει.

Όσο και να θέλουμε όμως δε χτίζουμε κάτι καινούργιο με παλιά υλικά. Είναι σημαντικό να δουλεύουμε με τον εαυτό μας, να εντοπίζουμε γιατί επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά το ίδιο μοτίβο. Εξάλλου, δεν επιλέγουν οι άλλοι εμάς, εμείς τους επιλέγουμε. Ή μάλλον στο χέρι και των δύο είναι η επιλογή, γιατί να αρκούμαστε λοιπόν σε μια σιωπηλή συγκατάθεση; Οπότε είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως δε φταίει ούτε κάποιο αόρατο χέρι, ούτε κάποιος μαγνήτης που μας κόλλησαν στο κούτελο χωρίς να μας ρωτήσουν. Εμείς οι ίδιοι ευθυνόμαστε για τις επιλογές μας. Αν ελκύουμε λοιπόν, παραπάνω από μία φορά, ανθρώπους με κοινή συμπεριφορά, τα αίτια πρέπει να τα ψάξουμε μέσα μας.

Συντάκτης: Μαίρη Περγάμαλη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη