«Τράβα γαμήσου αρρωστημένη και σταμάτα ν’ ασχολείσαι με την πάρτη μου!».

Δεν ήταν το χειρότερο πράγμα που μου έκανες τα τελευταία τρία χρόνια. Για την ακρίβεια ήταν το καλύτερο. Κι όσο κι αν μ’ ενοχλεί η τόση αθυροστομία, που μολύνει αυτήν τη στιγμή το κείμενο που γράφω, είναι αναγκαία, γιατί είναι σύμφυτη με το χαρακτήρα σου.

Σήμερα, είπα ν’ ανατρέξω σ’ αυτό που σου προκάλεσε την τόση οργή εναντίον μου, σ’ εκείνο το μικρό κειμενάκι στο προσωπικό μου blog, το «πολύ ημερολογιακό», όπως έλεγες. Μάλλον, όχι ακριβώς προσωπικό, μιας κι είχε έστω κι έναν αποκλειστικό αναγνώστη, εσένα.

Μέτρησα εκατό και μία αναρτήσεις, χωρισμένες σε τρία έτη. Μόνο για την τελευταία ένιωσα περήφανη, για εκείνην που σ’ έκανε να πονέσεις. Και το κατάφερε χωρίς βρισιές, χωρίς φωνές, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Ήταν απλή καταγραφή της πραγματικότητας. Τι κακό σε αυτό να μου πεις;

Το κακό είναι ότι ήταν η πρώτη φορά που έγραφα με τη λογική μου. Πρώτη φορά είχα συνείδηση της κατάστασης, πρώτη φορά απευθυνόμουν σ’ εσένα απομυθοποιημένο και η αντίθεση με τις προηγούμενες αναρτήσεις ήταν μεγάλη.

Για εκείνες, όμως, ντρέπομαι! Μ’ έπεισες τελικά ότι ήταν σαχλά, ήταν «χαζορομαντικά», αηδιαστικά μελοδραματικά. Όταν τα θυμάμαι, με λυπάμαι. Πόσο ανόητη ήμουν που πίστεψα ότι θα καταφέρω να σε αγγίξω με αγάπη κι ενδιαφέρον; Τι μ’ έκανε να πιστέψω ότι θα σ’ ενδιέφερε το πώς ένιωθα εγώ, το τι μου προκαλούσε το πήγαινε-έλα σου;

Εσύ ποτέ δε χρησιμοποίησες τα όσα διάβαζες για μένα. Όταν σου έλεγα ότι θέλω να σταματήσει όλο αυτό, επανερχόσουν δριμύτερος με πειράγματα, μηνύματα, τρυφερότητες, στενό μαρκάρισμα. Άρχιζαν πάλι οι συνομιλίες μέχρι το χάραμα και τα «μόνο με σένα γίνονται αυτά». Ό,τι χρειαστεί για να πέσει το κάστρο, που πάντα έπεφτε και πάλι εξαφανιζόσουν.

Σ’ εκατό κείμενα εξαντλήθηκαν τ’ αποθέματα αγάπης, το συναίσθημα, τα «μου λείπεις». Το επόμενο δεν είχε καμία σχέση. «Αν είχα το blog σου θα το διάβαζα και θα γελούσα με τους φίλους μου», έτσι έλεγες, γιατί ποτέ δε θα παραδεχόσουν ότι με διάβαζες τόσα χρόνια. Ποτέ δε θα παραδεχόσουν πόση ανάγκη μ’ έχεις συναισθηματικά, πόσο έχεις εθιστεί σ’ αυτό. Δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς την αδυναμία, την ανασφάλεια, την εξάρτησή σου από την αποδοχή του άλλου.

Ήθελα να σε πονέσω και το κατάφερα. Ήξερα ότι εφόσον απέτυχα να σε συγκινήσω με τα αισθήματά μου, θα το κατάφερνα με την απαξίωσή μου, με το μίσος μου. Το γέμιζα πολύ το ποτήρι όλ’ αυτά τα χρόνια και ξεχείλισε. Η υπερβολή που σε κούρασε, η «παράνοια» κι η «κυκλοθυμία» άργησαν να περάσουν, αλλά όπως σου είχα πει κάποτε, όταν φτάσω σε σημείο να πω «τέρμα», είναι για πάντα.

Μπορούσα με μία παράγραφο να πάρω πίσω όλα όσα σου χάρισα και δεν εκτίμησες; Αυτό μ’ ενδιέφερε μόνο. Κάθε λέξη που έγραφα φρόντιζα να είναι τόσο σκληρή όσο χρειαζόταν για να τσακίζει την καρδιά σου σε κάθε ανάγνωση, κι αν όχι την καρδιά σου, το εγώ σου. Ήθελα να σε καταστρέψω συναισθηματικά και μπορούσα να το κάνω, γιατί εγώ σου έδωσα πνοή, εγώ σ’ έκανα να νιώσεις σημαντικός. Ήμουν το μηχάνημα υποστήριξής σου και στο χέρι μου ήταν να τραβήξω τα καλώδια και να σβήσεις για πάντα.

Ήταν η μόνη φορά που δε σ’ ένοιαξε να φανερωθείς, δε σ’ ένοιαξε να παραδεχτείς ότι με παρακολουθείς τόσα χρόνια παρά τους τρεις μήνες απόστασής μας. Μάλιστα προχώρησες και σε δημόσια οργισμένη απάντηση, σαν αυτήν στην κορυφή του κειμένου.

Όλοι σοκαρίστηκαν γύρω μου, κανείς δεν το περίμενε. Καθηγητής να μιλήσει έτσι για μαθήτριά του; Αυτοί οι ρόλοι δεν ήταν πάντα η κάλυψή σου; Κι εγώ σε προστάτευα, δεχόμουν να φαίνομαι εγώ η φαντασιόπληκτη, η ενοχλητική, που παρεξηγεί το «αθώο» και «διαχυτικό» ανήλικο. Δεν έφερνα αντίρρηση στα «μην του στέλνεις», ενώ η πραγματικότητα ήταν ότι όλα εσύ τα είχες ξεκινήσει. Στην ουσία όλοι ήξεραν πόσο ανώριμος είσαι, πόσο απεγνωσμένα αναζητούσες την επιβεβαίωση. Κι όμως, σε δικαιολογούσα. Όμως, τώρα πια τέρμα!

Δεν έκλαψα. Θυμάμαι άπειρες φορές στο παρελθόν να προσπαθώ να μην το κάνω μπροστά σου, όμως, δεν τα κατάφερνα. Θυμάμαι τη δυσφορία στο πρόσωπό σου, τον κυνισμό σου, την πεζότητά σου, την απάθεια που έδειχνες εκείνες τις στιγμές. Τώρα, τέρμα τα δακρύβρεχτα, τα σιχάθηκα. Σιχάθηκα το ρόλο του θύματος και θέλω να δεις πόσο σου ταιριάζει!

Μόνο ικανοποίηση ένιωσα που κατάφερα με την ωμή αλήθεια μου και μόνο να σε κάνω να χάσεις κάθε έλεγχο, να φτάσεις σε σημείο να γελοιοποιηθείς δημοσίως από την ίδια σου τη συμπεριφορά, ν’ αποκαλυφθεί το αληθινό πρόσωπό σου. Κι όλα αυτά επειδή σ’ εγκατέλειψα, επειδή κατάλαβες πως ό,τι πιο συναρπαστικό είχες ποτέ στη ζωή σου ήμουν εγώ. Κι όταν μ’ έχασες, έχασες και την ψυχραιμία σου, και το κύρος σου. Η δήθεν ηθική σου κι η υποτιθέμενη παιδεία σου πήγαν περίπατο.

Δε με πλήγωσε η πράξη σου, αλλά το κίνητρό σου να με πληγώσεις. Ποια; Εμένα! Κι αυτό επειδή μία φορά όλο αυτό το διάστημα, δεν άκουσες αυτά που ήθελες. Και μπορώ να εξηγήσω συμπεριφορές, αλλά δεν τις δικαιολογώ. Αυτά τέλειωσαν. Δε συγχωρώ την αλαζονεία που έδειξες όταν νόμιζες ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα χωρίς συνέπειες, ότι μπορείς να χτυπάς αλύπητα χωρίς ν’ αντιδράσω ποτέ, ότι είμαι υπό τον έλεγχό σου. Όχι. Εγώ σου έδωσα αξία, εγώ σου προκάλεσα έπαρση κι εγώ θα στα πάρω πίσω. Κι όσο πιο καταστροφική η πτώση σου, τόσο μεγαλύτερος ο θρίαμβος για μένα.

Συντάκτης: Χριστιάννα Χαραμή