Πόσες φορές έχεις σκοντάψει ενώ περπατάς στο δρόμο; Δεν το είδες το σκαλί θα μου πεις. Είναι ύπουλη η τοποθέτησή τους. Όμως, στα ‘λεγε η μάνα σου: «Πρόσεχε πού πατάς», αλλά εσύ εκεί. Μες την ξεροκεφαλιά να κοιτάς αλλού γι’ αλλού. Κι όταν σκοντάψεις; Ανησυχείς μήπως σε είδαν οι άλλοι κι έχουν αρχίσει να ξεκαρδίζονται ή είσαι εσύ αυτός που πρώτος αρχίζεις να γελάς;  

Το καλύτερο βέβαια είναι αν όντως σωριαστείς κάτω, γιατί αν απλώς παραπατήσεις ή σκοντάψεις, το μετατρέπεις σε μια κίνηση χαράς και τσαχπινιάς και γλιτώνεις τον εξευτελισμό. Ή έστω τμήμα του, γιατί αν κάποιος απ’ τους κολλητούς σου είναι μαζί και το δει, ετοιμάσου για τρελό δούλεμα για τα επόμενα δέκα τουλάχιστον χρόνια.

Όταν πέσεις λοιπόν; Προσποιείσαι τον πεθαμένο και περιμένεις βοήθεια από κάποιον περαστικό με ευαισθησίες ή είσαι απ’ αυτούς τους ωραίους, τρελούς που σηκώνεσαι γελώντας με τα ρεζιλίκια σου και το διατυμπανίζεις κιόλας;

Η αλήθεια είναι ότι σε στιγμές που δεν ελέγχουμε τι μας συμβαίνει, κοινώς στα ρεζιλίκια μας, είμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ο εαυτός μας. Οι αντιδράσεις μας είναι αυθόρμητες, το ίδιο κι οι γκριμάτσες, αλλά και οι σκέψεις μας. Το πρόσωπό μας, με όλα τα χρώματα που αλλάζει, γίνεται καθρέφτης όσων διαπερνούν τη σκέψη μας. Με την παρόρμηση της στιγμής εκφραζόμαστε ελεύθερα, χωρίς να φιλτράρουμε όσα νιώθουμε. Κι αυτό μπορεί να συμβεί στους πιο ανύποπτους χρόνους.

Ακόμη κι όταν γνωρίζουμε κάποιον για πρώτη φορά. Είτε πρόκειται για συνάδελφο, είτε για φίλο, είτε για νέο αίσθημα, πάνω στον ενθουσιασμό μας μπορεί πολλές φορές να εξωτερικεύσουμε απορίες που θα θεωρηθούν το λιγότερο χαζές απ’ τους άλλους. Εκεί ίσως ντρεπόμαστε λίγο παραπάνω όταν τους βλέπουμε να μας κοιτούν περίεργα και να προσπαθούν να καταλάβουν πώς ακριβώς δουλεύει το μυαλό μας. Εντάξει, παιδιά, χαλαρώστε λίγο. Δεν είμαστε πάντα εξωγήινοι.

Άλλη μια τέτοια περίπτωση συναντάμε τις στιγμές που νυστάζουμε. Παραδέξου το! Σου έχει συμβεί. Ενώ έχεις ουσιαστικά κατεβάσει ρολά κι η επικοινωνία σου με τον έξω κόσμο έχει χαθεί προ πολλού, προσπαθείς να φαίνεσαι φυσιολογικός και ν’ απαντάς σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Οι μπερδεμένες και λίγο ακαταλαβίστικες απαντήσεις σου όμως είναι εκεί για να σε προδώσουν.

Άσε που οι καλύτερες ατάκες των εσωτερικών αστείων μιας παρέας δημιουργούνται σε κάτι τέτοιες στιγμές, όπως: -Θα πάμε για καφέ αύριο; -Ναι αγόρασα το πρωί. -Χαχα αν θα πάμε για καφέ σε ρώτησα. -Ναι κι εγώ σου απάντησα. Τι με κοροϊδεύεις; Ο Κολόμβος είσαι;

Και κάπως έτσι συνεχίζεται η κουβέντα με τον άλλον να προσπαθεί να σου εξηγήσει, τις στιγμές φυσικά που καταφέρνει να ξαναβρεί την ανάσα του απ’ τα γέλια και με σένα να τσατίζεσαι, γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις εκείνη τη δύσκολη ώρα τι ακριβώς σου λέει με αποτέλεσμα να θες το λιγότερο να του δώσεις μια μπουνιά στα μούτρα.

Βέβαια, η πιο κραυγαλέα στιγμή που είμαστε περισσότερο από ποτέ ο εαυτός μας είναι όταν έχουμε κάνει κεφάλι. Κάθε προσπάθεια σοβαρότητας έχει κάνει φτερά και το μικρό πεντάχρονο που κρύβουμε μέσα μας, έρχεται στην επιφάνεια έτοιμο ν’ ανακαλύψει τον κόσμο με τις ερωτήσεις του.

Ένα μεθυσμένο μυαλό μιλάει νηφάλια συνήθως. Απαλλαγμένοι από τις άμυνές μας, αφού βρισκόμαστε υπό την επήρεια του αλκοόλ, αφήνουμε τον εαυτό μας ν’ απελευθερώσει πτυχές μας που διαφορετικά θα παρέμεναν για καιρό κρυμμένες. Σαν να λύνεται η γλώσσα μας, σαν το μυαλό μας να πέφτει σε χειμερία νάρκη και να μη νοιάζεται να εκπληρώνει το χρέος του ως φύλακας των όσων ξεστομίζουμε.

Οι πιο κρυφές μας σκέψεις κι επιθυμίες, τα πιο καλά κρυμμένα συναισθήματά μας, όλα όσα φοβόμαστε να παραδεχτούμε όταν χαλιναγωγούμε τον εαυτό μας, έρχονται ως διά μαγείας στην επιφάνεια.

 

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Τσιρίγου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μαρία Τσιρίγου