Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά ματζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

 

 

Μας γράφει ο Μ.

Υπήρχε ένα Ιταλικό μαγαζί στην πόλη που σπούδαζα, στο οποίο έτρωγα αρκετά τακτικά. Πιθανώς πιο συχνά από ό,τι θα έπρεπε να τρώει ένα άτομο που ενδιαφέρεται για την υγεία του και το μπάτζετ του αλλά τέλος πάντων. Η υπεύθυνη του μαγαζιού μου έφερνε πάντα η ίδια το ποτό μου κι ο μάγειρας έβγαινε πάντα έξω, με χαιρετούσε, μου έδινε ένα ευγενικό χαμόγελο και με ρωτούσε αν ήθελα κάτι συγκεκριμένο (το οποίο δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ δυστυχώς). Έτσι, με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ποιος ήμουν και πραγματικά ενδιαφέρονταν αφού μ’ έβλεπαν σχεδόν κάθε μέρα. Μάλιστα πήγαινα εκεί συνέχεια με την τότε κοπέλα μου.

Μια μέρα που πήγα μόνος μου, η σερβιτόρα με πλησίασε και με ρώτησε: «Εσύ και η κοπέλα σου χωρίσατε;»

Αισθάνθηκα μπερδεμένος αλλά απάντησα «Ε… όχι;»

Έπειτα μου είπε ψιθυριστά: «Ήρθε εδώ νωρίτερα με άλλον άντρα. Τον οποίο φιλούσε». Σοκαρίστηκα και της έστειλα μήνυμα.

-«Είμαι στο ***** για μεσημεριανό, θα έρθεις;». Εκείνη απάντησε: «Όχι. Έφαγα ήδη.»

-«Α, ωραία. Πού πήγες;».

-«Στης μαμάς μου».

Μετά απ’ αυτό, αφού άφησα τιπ 20 ευρώ στη σερβιτόρα πήγα σπίτι της να τη βρω. Είχα τα κλειδιά οπότε μπήκα μέσα απευθείας και τη βρήκα μ’ άλλον. Μου πήρε 8 μήνες να ξαναπάω σ’ εκείνο το μαγαζί.

 

 

Μας εξομολογείται η Ζ.

Όταν ήμουν φοιτήτρια είχα μια σχέση η οποία ναι μεν δεν κράτησε πολύ αλλά μου έμαθε πολλά. Ήμασταν μαζί σχεδόν ένα χρόνο, όταν μου είπε μια μέρα ότι θέλει να κατεβεί στην πόλη του να δει τους δικούς του. Εγώ φυσικά δεν είπα τίποτα και του ευχήθηκα να περάσει τέλεια. Σ’ εκείνη τη φάση της σχέσης μας, νοικιάζαμε δύο σπίτια -τα φοιτητικά μας προφανώς- αλλά μέναμε ουσιαστικά στο δικό του, οπότε όταν έφυγε εκείνος εγώ έμεινα. Ήταν να καθίσει εκεί για μόνο μία εβδομάδα, αλλά η μία έγινε δύο και οι δύο τρεις. Κάποια στιγμή μου ζήτησε συγγνώμη και μου είπε ότι ήθελε να καθίσει λίγο ακόμα εκεί γιατί αντιμετώπιζε ένα οικογενειακό πρόβλημα. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ και αποφάσισα να πάω να τον δω για να σιγουρευτώ ότι είναι καλά ψυχολογικά. Έκανα λοιπόν 12 ώρες δρόμο, άλλαξα 4 λεωφορεία κι έφτασα στην πόλη του. Πήρα ταξί για να φτάσω στο κέντρο, κι είχα σκοπό να τον πάρω τηλέφωνο μόλις κατέβω και να τον ρωτήσω πού είναι για να του κάνω έκπληξη. Η μεγαλύτερη έκπληξη ήρθε για μένα, όταν αφού κατέβηκα από το ταξί τον είδα σε κεντρική καφετέρια να φιλιέται με άλλη, ενώ ποτέ δεν πίστεψα ότι μ’ απατάει. Πήγα εκεί και τον ρώτησα αν το οικογενειακό του πρόβλημα είχε λυθεί. Έμεινε στήλη άλατος και με κοιτούσε να απομακρύνομαι σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα -πιο αμερικανική ταινία πεθαίνεις. Γύρισα κι εγώ στην πόλη μου, αφού πέρασα άλλες 12 ώρες εξαντλημένη και κλαίγοντας στο λεωφορείο και την επόμενη μέρα πήρα όλα μου τα πράγματα από το σπίτι του κι έφυγα.

 

 

Γράφει ο Αλέξανδρος.

Είχαμε περάσει ένα υπέροχο πρωινό μαζί και λίγο καιρό νωρίτερα μια φανταστική εβδομάδα διακοπών. Είχα πάρει απόφαση να της κάνω πρόταση γάμου και αφού πήρα το δαχτυλίδι αποφάσισα να περάσω από τη δουλειά της και να της αφήσω λουλούδια για να την προετοιμάσω για όλα τα όμορφα που θα ακολουθήσουν στη ζωή μας. Δεν ήμουν λοιπόν καθόλου προετοιμασμένος όταν από τη χαραμάδα του γραφείου της, είδα έναν άντρα πάνω της. Περίμενα να τελειώσουν και να ντυθούν και τους έβγαλα φωτογραφία έπειτα να φιλιούνται με το δαχτυλίδι από μπροστά. Της την έστειλα στο email της δουλειάς της εκείνη την ώρα. Δε χρειάστηκε έπειτα να πούμε και πολλά.

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου