Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

Η συγκατοίκηση δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς καλείσαι ξαφνικά να περάσεις πολύ χρόνο με έναν άνθρωπο που μπορεί να βρισκόσασταν 3 φορές την εβδομάδα και να γνωρίσετε ο ένας τις καθημερινές συνήθειες του άλλου. Ειδικά την πρώτη φορά που θα μείνεις με ταίρι, θα καταλάβεις πως είναι σημαντική δοκιμασία για την πορεία της σχέσης. Ζητήσαμε από 6 άτομα να μοιραστούν αυτή τους την εμπειρία μαζί μας. 

 

Γραφεί η Ταρασία. 

Αποφασίζουμε να συγκατοικήσουμε. Η θέση ενός καναπέ κατά τη διάρκεια της μετακόμισης μάς έφτασε στα όρια του χωρισμού. Ήταν μια δυνατή σφαλιάρα για τις προτεραιότητές μας στη σχέση που μας επανέφερε στα λογικά μας. Ευτυχώς, εκείνος ήταν το ίδιο εμμονικός με μένα σε θέματα καθαριότητας και υποχρεώσεων και έτσι όλα κύλησαν υπέροχα. Μοιράζαμε τις δουλειές το ΣΚ. Βέβαια, σ’ αυτόν άρεσε να ακούει κλασική μουσική εν ώρα φασίνας και εγώ προτιμούσα Ρέμο. Έτσι, είπαμε να κάνουμε καθαριότητα άνευ μουσικής. Μαγείρεμα εκείνος, σιδέρωμα εγώ. Το χειρότερό μας -νομίζω- ήταν τα οικογενειακά τραπέζια. Τα οργανώναμε για μέρες, θαρρείς και ήμασταν στον τελικό του Master chef. H συγκατοίκηση δούλεψε υπέροχα. Σε έναν χρόνο παντρευτήκαμε.

 

Μοιράζεται η Ελένη. 

Όταν ήμουν φοιτήτρια, συγκατοίκησα με τον τότε σύντροφό μου. Η αλήθεια είναι πως συχνά ένιωθα πως ήμασταν η μάνα μου κι ο πατέρας μου που μάλωναν επειδή ο πατέρας πέταξε τα πράγματά του άτσαλα σε μια καρέκλα. Βέβαια, ήταν μια ωραία εμπειρία κι έμαθα κι εγώ πράγματα για τον εαυτό μου που δεν ήξερα, όπως ότι γίνομαι υπερβολική σε ό,τι έχει να κάνει με την καθαριότητα και την τάξη ή ότι θέλω να γίνονται τα πράγματα όπως ακριβώς τα κάνω εγώ. Από τότε ομολογώ πως τα έχω μετριάσει αυτά -όχι μηδενίσει όμως. Η σχέση, βέβαια, επηρεάστηκε αρνητικά από τη συγκατοίκηση, γιατί η ρουτίνα δε μας έκατσε καθόλου καλά.

 

Αναφέρει η Ζωή. 

Θυμάμαι ήμουν φοιτήτρια στο τρίτο έτος, έμενα μακριά από τους γονείς, και αποφασίσαμε με την τότε σχέση μου να συγκατοικήσουμε. Όλα καλά στην αρχή, ζούσαμε το όνειρο, μέχρι που πήρε πρέφα η μανούλα του ότι μένω κι εγώ σπίτι του. Κάθε μέρα πάνω από 10 τηλέφωνα να τον ρωτάει «σου μαγειρεύει τίποτα αυτή ή να έρθει η μανούλα;», «Καθαρίζει η σε βάζει να τα κάνεις εσύ». Δέκα μέρες άντεξα. Όπου φύγει φύγει. Από τότε δεν έχω ρισκάρει να μείνω ξανά με σύντροφο. Ίσως δε βρέθηκε το κατάλληλο πρόσωπο, ίσως πάλι να μου ΄χει μείνει τραύμα η όλη φάση και να το αναβάλλω για αργότερα.

 

Εξομολογείται η Νεφέλη.

Η πρώτη εμπειρία συγκατοίκησης ήταν μάλλον απογοητευτική για μένα. Σε ένα όμορφο σπίτι στο Λονδίνο με βασικό αρνητικό το ότι στο δίπλα σπίτι έμεναν οι θείοι του, οι οποίοι και μας επισκέπτονταν συχνά. Το βασικό πρόβλημα; Ήταν αυστηροί καθολικοί και δε μας επέτρεπαν ούτε φιλί στο μάγουλο, πράγμα αρκετά καταπιεστικό. Όταν η συγκατοίκηση τελείωσε, το μόνο που μου έμεινε ήταν μια αίσθηση απόλυτης ανακούφισης. Το ηθικό δίδαγμα; Μείνετε μακριά από συγγενείς, ανεξαρτήτως θρησκείας.

 

Θυμάται η Κατερίνα.

Ήμουν φοιτήτρια πρώτο έτος και μέσα στα μέλια με ένα παιδί από την ίδια σχολή. Αφού μου το ζήτησε εκείνος ξεκίνησα να μένω σπίτι του χωρίς να ξενοικιάσω προφανώς. Τα πράγματα πήγαιναν τη μια τέλεια και την άλλη όχι, καθώς πάθαινε κάτι κρίσεις του τύπου «Ποιος είμαι; Να ζει κανείς ή να μη ζει;», που καταλήγαν σε «θέλω χρόνο», «δεν ξέρω τι μου συμβαίνει» και «δεν είμαι αρκετά καλός για σένα». Προφανώς όλο αυτό δεν πήγε καλά, αφού μετά από λίγο καιρό χωρίσαμε. Όπως και να ‘χει δε με πειράζει πλέον, γιατί και τον φοιτητικό μου έρωτα έζησα και το μάθημά μου να μην προχωράω τόσο γρήγορα με ανθρώπους το πήρα.

 

Καταγράφει η Γεωργία. 

Η πρώτη μου συγκατοίκηση ήταν περισσότερο άτυπη εκμετάλλευση, όμως τότε δεν το έβλεπα. Ήμασταν φοιτητές και από πολύ νωρίς ξεκίνησα με δική του παρότρυνση, να κοιμάμαι σπίτι του σχεδόν κάθε βράδυ. Καθώς εγώ ήμουν φοιτήτρια στην πόλη μου, δεν είχα δικό μου χώρο και το σπίτι του ήταν μοναδική επιλογή για να είμαστε μόνοι μας. Σταδιακά με έκανε να νιώθω το μέρος σπίτι μου. Κοιμόμασταν μαζί, διαβάζαμε, πηγαίναμε παρέα στο πανεπιστήμιο, στο σούπερ μάρκετ, ενώ παράλληλα εγώ μαγείρευα, καθάριζα, τακτοποιούσα, γενικώς ήμουν η χαρωπή νοικοκυρούλα κι εκείνος έπαιζε στον υπολογιστή του. Πού είναι ο λάκκος της φάβας μας; Στο όλο διάστημα της συγκατοίκησης, περίπου 2,5 χρόνια, δε με άφησε να έχω ούτε ένα ράφι για 2 βασικά ρούχα σπίτι του, δε μου έδωσε αντικλείδι ακόμα και όταν με έστειλε να του αλλάξω κλειδαριά και με κλείδωνε μέσα όταν εκείνος έβγαινε με τους φίλους του «για να μην πάθω κάτι». Θα το ξαναέκανα; Σίγουρα όχι. Έμαθα πολλά από αυτή την εμπειρία; Σίγουρα ναι. Κρατάω το δεύτερο, λοιπόν, και προχωράω με την ελπίδα στην επόμενη συγκατοίκηση να μη δεχτώ ανάλογες συμπεριφορές.