Έλα να μιλήσουμε για τις συνθήκες. Να στον συστήσουν, να ξέρεις από πού κρατάει η σκούφια του, να ‘ναι από σπίτι, να ‘ναι από σόι, να συνοδεύεται από καλές γνώμες, να ‘χεις χρόνο να τον γνωρίσεις. Κι έλα τώρα να σου μιλήσω για τις δικές μου συνθήκες. Έλα να σου πω για έναν κόσμο που ξανοίχτηκε μπροστά μου μέσα από δυο μάτια που είχαν δει πολλά. Που τα είχαν δει όλα.

Δε μου τον σύστησαν. Μου συστήθηκε. Με ένα όνομα που δεν είχα ξανακούσει, σε μια γλώσσα με πολλά φωνήεντα, πολλά «μπ», «χ» και «λ». Η σκούφια του κρατάει από ένα μέρος στον χάρτη που δεν είχα προσέξει ποτέ μου. Δεν έχει πύργους, ουρανοξύστες, αγάλματα και θέρετρα εκεί. Εκεί έχει μόνο χώμα. Χώμα και πόλεμο.

Είναι από σπίτι. Από σπίτι γκρεμισμένο. Κάτω απ’ τα χαλάσματα οι αναμνήσεις αναμένουν την ειρήνη που δε φαίνεται. Κάτω απ’ τα χαλάσματα και το σόι. Γιατί δεν πρόλαβε να το σκάσει εγκαίρως. Κι όσοι πρόλαβαν, σκόρπιοι σε δρόμους, θάλασσες κι ακτές. Οι γνώμες λένε πως είναι εγκληματίας, επικίνδυνος, βομβιστής, τρομοκράτης, ασεβής αλλόθρησκος. Και δεν έχω χρόνο να τον γνωρίσω. Κυνηγιέται από πολιτικές, ταγμένος πάντα από κάπου να φεύγει για να πηγαίνει κάπου που δε θα ανήκει.

Σπαστά αγγλικά, ό,τι συγκρατεί απ’ τα ελληνικά και μπόλικες χειρονομίες. Έτσι τον μαθαίνω εγώ. Με τα χέρια του αναπαριστά εικόνες που δε βγάζουν νόημα, γιατί δε θέλω να βγάλουν. Γιατί πήρε τ’ αφτί του μια έννοια που λέγεται «δημοκρατία» κι απόρησε τι είναι αυτό. Κι εγώ απορώ. Και λυπάμαι που δεν έχω εικόνες για να του την περιγράψω. Εκείνος δεν μπορεί καν καλά-καλά να μου την προφέρει κι εγώ δεν μπορώ να του την προσφέρω.

Και τον ερωτεύτηκα. «Έτσι απλά;», αυτό δε σκέφτηκες μόλις; Ούτε εγώ δεν κατάλαβα πώς έγινε. Κάτι προσπαθούσε να μου εξηγήσει για μια θάλασσα φουρτουνιασμένη, για κάποιον εκκωφαντικό κρότο, για κάποιο παιδί που πέθανε στα χέρια του, για τη μάνα που το κλαίει ακόμα, για τα παπούτσια που έλιωσαν στις καυτές διαδρομές, για έναν φίλο του που χάθηκε κάπου στα μισά.

Κι ύστερα, όταν διάβασε τον φόβο στην έκφρασή μου, μου είπε για ένα φαγητό που του έφτιαχνε η γιαγιά του, όταν ήταν εκείνος ακόμα παιδί. Μου είπε για την αδερφή του που έχει μαλλιά σαν τα δικά μου και χάιδεψε μια τούφα μου που ‘χε ξεφύγει απ’ τον κότσο μου. Μου ζήτησε να του μάθω. Να του μάθω να κολυμπάει, να διαβάζει, να βγάζει φωτογραφίες με την κάμερά μου, να χορεύει για να με χορέψει.

Τσέπες άδειες κι ανέσεις μηδαμινές. Ό,τι έχει εκείνος είναι μονάχα δρόμος κι ό,τι έχω εγώ είναι μονάχα σταθερές. Ο δρόμος του με χωράει, οι σταθερές μου αρνούνται να τον αποδεχτούν. «Παράνομος» θα ‘λεγε ο πατέρας μου και θα σταύρωνε το ψηφοδέλτιο, και μαζί κι εκείνον. Κι η μάνα στα όρια λιποθυμιάς θα έψαχνε ο θεός να της εξηγήσει τι αμαρτίες πληρώνει κι η κόρη της τα ‘μπλεξε με τέτοιον. «Τέτοιον».

Μάνα, αν διαβάζεις, τι αμαρτίες πληρώνει εκείνος, δηλαδή, που δεν πέφτει το βράδυ για ύπνο στην ηλεκτρική σου κουβέρτα; Τι αμαρτίες πληρώνει που δεν τρώει το νόστιμο φαγητό σου, που δεν τον καλημερίζουν οι γείτονές σου, που δεν τρέμει για τις καταθέσεις του, αλλά τρέμει για τη ζωή του;

Τον αγάπησα. Γιατί δεν έμαθε στις ανέσεις, αλλά έμαθε στις καλοσύνες. Κι αυτό δεν μπορούσε να του το στερήσει κανένα συμφέρον. Είναι αγρίμι, αλλά τουλάχιστον δεν είναι κόπια. Δεν είναι φερέφωνο. Δε μυήθηκε σε εξαγοράσιμες δικαιοσύνες.

Γιατί χαμογελά και το νιώθει. Γιατί λέει «ευχαριστώ» και το εννοεί. Γιατί λέει «σ’ αγαπώ» απ’ τις πρώτες μέρες και δεν ξέρει από εγωισμούς. Γιατί προφέρει μπερδεμένα το όνομά μου, αλλά προσπαθεί. Προσπαθεί να με μάθει όσο κανείς.

Μάνα, πατέρα, κόσμε. Κοπιάστε να δείτε. Σε ταιριάσματα που σας χαλούν την αισθητική γεννήθηκε ευτυχία. Φυγάς εκείνος από μια αιχμάλωτη ελευθερία, φυγάς κι εγώ από μια εικονική. Τελικά μοιάζουμε πιο πολύ απ’ όσο νομίζεις.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη