Ρίσκο, πείσμα, υπομονή, εμμονή, απελπισία. Όλα τους τόσο οριακά κοντά, όταν πρόκειται για έρωτα. Χίλιες μαντεψιές κι άλλες τόσες απόπειρες εξηγήσεων κι επεξηγήσεων για να ζωντανέψει ή να χαθεί η μαγεία. Άλλωστε, τι θες; Να σε θέλουν αυτοί που θες κι εσύ. Αμοιβαιότητα γυρεύεις για να ταιριάξεις τα καλά και τις παραξενιές σου.

Και για να τη βρεις απαιτείται ένα πρώτο βήμα-μήνυμα. Το γράφεις, το σβήνεις, το ξαναγράφεις, το στέλνεις. Ατάκα που σηκώνει απάντηση, λες, και νιώθεις λίγο πιο κοντά στην επιτυχία. Κι αναμένεις το προσδοκώμενο. Να λάβεις εισερχόμενο. Αλλά με τι έρχεται; Με περιστέρι;

Τσεκάρεις σήμα, μονάδες, πατάς επανεκκινήσεις σε συσκευές, τρέχεις σε ξέφωτα, καταριέσαι συσκευές και τον έρμο τον Ζάκερμπεργκ, που δε βοηθά για την ψυχική σου γαλήνη. Γιατί, κατά βάθος, δε θες να ξέρεις ότι το διάβασε, θέλεις; Γιατί, στην πραγματικότητα, δε θες να ξέρεις κάθε πότε είναι ενεργός, θέλεις;

Άντε να δικαιολογήσεις τώρα εσύ τα αδικαιολόγητα. Πώς το μήνυμά σου πέρασε στα αζήτητα; Ίσως το διάβασαν μες στον ύπνο τους και το ξέχασαν το πρωί. Ίσως το πάτησε κατά λάθος το μικρό τους ανιψάκι κι εκείνοι δεν το έμαθαν ποτέ. Έλα. Το βρήκες! Δεν ξέρουν τι να απαντήσουν οι δύσμοιροι. Δεν το αποφεύγουν, το καθυστερούν. Είναι σαν εσένα που αποκοιμιέσαι, όταν δεν πρέπει, και μετά λες «Δεν κοιμάμαι, καλέ, κάτι σκεφτόμουν». Πολύ πετυχημένο.

Ε, λοιπόν, θα ξαναστείλεις. Να τους δείξεις κι εσύ πως δε χρειάζεται να σκάνε για να ψάχνουν την τέλεια απάντηση. Έτσι θα καλύψεις και την πιθανότητα υπνοβασίας κι αδιακρισίας των ανιψιών. Θα ξαναστείλεις και θα απαντήσουν. Το τι θα πεις, ζόρικο δίλημμα. Να κάνεις πως ανησυχείς ότι κάτι έπαθαν; Να πετάξεις δεύτερη ατάκα; Να βρεις χαζή αφορμή; Θα έστελνες να πεις «χρόνια πολλά», αλλά αργούν τα ρημάδια.

Αλλά ένα δεύτερο μήνυμα δεν είναι δα και τόσο κακό. Χαλάλι τους που θα ρίξεις τον εγωισμό σου για την ελάχιστη –θα ‘θελες– πιθανότητα εκούσια να μη σου απάντησαν στο πρώτο.

Το διαβάζουν. End of story. Τα υπόλοιπα είναι μόνο η φαγωμάρα σου με τα ρούχα σου κι όλες σου οι εκφράσεις απορίας για το πώς απαξίωσαν την προσπάθειά σου. Και μην το σκέφτεσαι. Στο τρίτο μήνυμα καίγεσαι. Στο δεύτερο αναπάντητο μήνυμα σταματάς κι αυτό είναι νόμος.

Όχι. Άσε τα «Τι είναι άλλο ένα μηνυματάκι, μωρέ;», άσε και τα «Ο επιμένων νικά». Ο επιμένων γίνεται εύκολα, απλά, απελπισμένος. Μάθε επιτέλους να διαβάζεις τις σιωπές, πριν χρειαστεί να διαβάσεις τις κατσάδες. Γιατί δεν αργούν να σου ‘ρθουν. Έχουν κι αυτοί τα όριά τους και σίγουρα δεν έχουν όλοι την όρεξή σου.

Άσε και λίγο την τύχη να κάνει τα δικά της κόλπα εκεί που τα δικά σου αποδεικνύονται αδύναμα. Κλαψούρισε σε φίλους, φάε τα νύχια σου, κάνε μπούκλες τα μαλλιά σου, αλλά μήνυμα δε στέλνεις. Τελεία και παύλα.

Αν σε ήθελαν, χεράκια έχουν και θα απαντούσαν. Δεν περιμένουν το τρίτο μήνυμα για να αποφασίσουν να πληκτρολογήσουν κάτι. Κι αν στο τρίτο απαντούσαν, θα σου έλεγαν μάλλον να πάρεις το δρόμο τον αγύριστο. Άσε που δεν αξίζει να ρίξεις κανέναν με παρακάλια. Έχεις πολύ σπουδαιότερες δεξιότητες απ’ το κυνηγητό, για να θέλει κάποιος να ‘ναι μαζί σου.

Έτσι μπράβο. Επανάλαβε το «Δε με θέλουν μία, δεν τους θέλω δέκα» και πέσε για ύπνο ζαλισμένος απ’ τις πολλές επαναλήψεις. Ναι, ξέρω. Κάπου μέσα σου διατηρείς την ψευδαίσθηση ότι θα απαντήσει, έστω κι ετεροχρονισμένα. Δεν πειράζει. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, έτσι κι αλλιώς. Τρίτο μήνυμα, πάντως, δε στέλνεις. Η απόγνωση πεθαίνει εδώ. Όνειρα γλυκά.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη