Η λήψη μιας απόφασης από την τήρησή της, έτη φωτός μακριά. Το εισιτήριο κοστίζει, οι στροφές ζαλίζουν και σε κάθε στάση πάντα κινδυνεύουμε να ενδώσουμε σε οτοστόπ επιστροφής. Όταν μάλιστα προορισμός μας είναι ο χωρισμός, πάντα θα ελπίζουμε σ’ ένα σκασμένο λάστιχο, ως αφορμή για να μη φτάσουμε ποτέ.

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που όσα «τέλος» κι αν πούμε γι’ αυτούς, πάντα θα τ’ αναιρούμε. Τι κι αν πληγωθήκαμε, τι κι αν ανεβήκαμε τα αδιέξοδα βουνό, γυρίσαμε πάλι κοντά τους. Ίσα που προλάβαμε να τα βροντήξουμε και να φύγουμε, με φωνές και βαρύγδουπες δηλώσεις, που κατέληξαν σε απελπισμένα φιλιά επανασύνδεσης. Άδικα ποτίσαμε ξανά και ξανά με τα δάκρυά μας την απόφαση του χωρισμού, μήπως κι αυτή ανθίσει. Όσο εμείς παλεύαμε να φωνάξουμε «τέλος», τόσο εκείνοι μας έκαναν να ψιθυρίζουμε «αρχή».

Μέθη η επανασύνδεση μαζί τους, που προκαλεί την ίδια απώλεια μνήμης. Ξεχνάμε γιατί φύγαμε, θυμόμαστε γιατί δε φεύγαμε.

Ό,τι  κατάφερε με κόπο να χτίσει η λογική μας γίνεται σε δευτερόλεπτα ερείπια μ’ έναν και μόνο μικροσεισμό του συναισθήματος. Γιατί τα συναισθήματά μας για τους συγκεκριμένους ανθρώπους είναι τ’ απομεινάρια μιας δυνατής φωτιάς που δεν έχουν προλάβει να γίνουν στάχτη, και μ’ ένα φύσημά  τους, οι καύτρες αναζωπυρώνονται.

Σιγοκαίνε αυτά τα αισθήματα, μόνο και μόνο απ’ τον πόθο τους να είναι φλόγες κανονικές. Φλόγες που αν ήταν, δε θα σκεφτόμασταν ποτέ το χωρισμό. Είναι το μισό του έρωτά μας γι’ αυτούς τους ανθρώπους που ζητούσε και θα ζητάει ολοκλήρωση, γι’ αυτό κι επιμένει να μας γυρνάει πίσω σ’ εκείνους. Όταν μάλιστα μας τον υπόσχονται αυτόν το χρωστούμενο έρωτα, μεταξύ φιλιού και λυγμών, η μόνη επιλογή μας είναι να λιώσουμε μπροστά στη θέρμη τους και το πισωγύρισμα  να φαντάζει μονόδρομος.

Επιστρέφουμε, γιατί ο έρωτας που μας προσφέρουν είναι σκληρό ναρκωτικό σε μικρές δόσεις, ώστε να παραμένουμε ζωντανοί κι εξαρτημένοι. Το πραγματικό τέλος μπορεί να έρθει μόνο μετά από υπερβολική δόση. Αυτό είναι που μας λείπει απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Το υπερβολικό. Ο πολύς έρωτας, η περισσότερη αγάπη και μια τυφλή αφοσίωση. Η εκκρεμότητα όσων δεν πήραμε ποτέ απ’ αυτούς είναι η αλυσίδα που δε μας επιτρέπει να φύγουμε μακριά τους, παρά μόνο για λίγο.

Κάθε γυρισμός και μια ελπίδα. Η ίδια ελπίδα, πως αυτή τη φορά θα γίνουν όλα σωστά. Πως δε θα υπάρξουν άλλες πληγές, παρά μόνο χάδια. Πείθουμε τον εαυτό μας, πως θα είναι όλα διαφορετικά. Με τον ίδιο άνθρωπο.

Οι άνθρωποι αυτοί τα καταφέρνουν γιατί ξέρουν καλύτερα κι από εμάς τους ίδιους τα κουμπιά μας και τα βρίσκουν με δεμένα χέρια και μάτια. Ξέρουν με ποιο τραγούδι κλαίμε και το υποκοριστικό εκείνο που μας κάνει να γελάμε. Ξέρουν τι ζητήσαμε και δε μας δόθηκε. Ξέρουν πως αν προσπαθήσουν, θα μας έχουν και πάλι.  Πώς να τα βάλει η σφεντόνα του χωρισμού μας με τα πυρηνικά αυτά όπλα τους.

Καρμικά λοιπόν, ζευγάρια; Μισοί και ρημαγμένοι έρωτες. Πιστεύουμε πως επιμένοντας, μπορούμε να δώσουμε ζωή στο ημιθανές και ξεχνάμε πως, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και οι καλύτεροι γιατροί «έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά ο ασθενής δεν άντεξε».

Μακάρι οι εξαιρέσεις να μας κάνουν κάποτε να ξεχάσουμε τον παραπάνω κανόνα.

Μακάρι για εμάς, οι άνθρωποι στους οποίους επιμένουμε να γυρνάμε, να μη θυμίζουν τους ίδιους απ’ τους οποίους φύγαμε.

Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννας Κακούρη: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Ιωάννα Κακούρη