Τα μέρη που σε σημάδεψαν θα ‘ναι πάντα στην καρδιά σου. Δεν έχει σημασία σε ποιο σημείο του χάρτη βρίσκονται. Αν έχουν θάλασσα, γαλάζιο ουρανό, αν έχουν βροχές, σύννεφα, λίμνες ή ψηλά βουνά. Δεν έχει σημασία πόσο έμεινες εκεί.

Σημασία έχει που κάποιες φορές τα αναπολείς ως ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου, ως έναν κουβά με τα ομορφότερα συναισθήματα. Είναι τα σοκάκια που περπάτησες, οι γωνίες που κάθισες μεθυσμένος από ξενύχτι, οι δρόμοι  που γέλασες με την ψυχή σου, οι καφετέριες που έβγαλες τα εσώψυχά σου, οι τόποι που ερωτεύτηκες την ομορφιά τους, οι άνθρωποι με τους οποίους υπήρξες εκεί μαζί τους. Δε χάνονται έτσι οι στιγμές. Δε χάνονται επειδή έφυγες.

Σ’ αυτά τα μέρη πάντα θα επιστρέφεις. Πάντα. Με ένα καράβι, ένα αεροπλάνο, με μια ανάμνηση. Γιατί εκεί υπήρξες αυθεντικός άνθρωπος φορτωμένος στιγμές, εικόνες, φορτωμένος με φιλίες που αν τις αντικρίσεις ξανά θα ‘ναι σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Κι όσα ταξίδια κι αν κάνεις, όσες χώρες κι αν γνωρίσεις κι όσους πολιτισμούς κι αν ανακαλύψεις, εκείνα τα μέρη θα ‘ναι πάντα τα ομορφότερα, τα πιο μαγικά. Δεν είναι αντικειμενικά ομορφότερα, ομορφότερα είναι για ‘σένα γιατί πρόλαβαν να σε σημαδέψουν. Τα καλύτερα χρόνια τα έχεις περάσει σε ‘κείνα τα μέρη. Φοιτητικά χρόνια ή χρόνια που πήγες εκεί για δουλειά ή χρόνια ενός έρωτα ή χρόνια που απλά βρέθηκες τυχαία.

Θύμισες που όσο μακρινές κι αν μοιάζουν, είναι ιστορίες που έχεις να διηγείσαι με μια νοσταλγία. Κι όσο τις διηγείσαι τόσο πιο ζωηρά γίνονται τα χρώματα από τις εικόνες που ξεθάβεις. Σχεδόν τις αναβιώνεις. Μυρίζεις το ψωμί απ’ το φούρνο που περνούσες το πρωί, τον καφέ που μπερδευόταν με τη μυρωδιά του χειμώνα, το βρόμικο που σε έσωζε από το μαγείρεμα, τα γλυκά από το γωνιακό ζαχαροπλαστείο.

Αναμνήσεις από έναν εαυτό ξέγνοιαστο, ευτυχισμένο. Τον βλέπεις σχεδόν από το παράθυρο τα πρωινά που χασμουριόταν κι έλεγε «καλημέρα» στη ζωή. Γιατί αυτή ήταν η καθημερινότητά σου. Να βάζεις τα ακουστικά στ’ αυτιά, να παίρνεις το ποδήλατο και να κάνεις βόλτες, να συναντάς στο δρόμο τους γνωστούς και να καταλήγετε στο σπίτι μέχρι τα ξημερώματα.

Να αντηχούν στους τοίχους γέλια, να γεμίζει η πολυκατοικία με φωνές και να παραπονιούνται οι γείτονες. Να φοράς το μπουφάν και να βολτάρεις στα στενά αγκαζέ με τον έρωτα, να δίνεις φιλιά μπροστά στους περαστικούς, να κλέβεις στιγμές από ματιές. Να σταματάς στα φανάρια και να περιμένεις να περάσεις τη διάβαση, να παρατηρείς τους ανθρώπους στη στάση του λεωφορείου, να αγοράζεις άχρηστα πράγματα από ένα ψιλικατζίδικο.

Είναι οι τόποι αυτοί που έχεις αισθανθεί εκεί τόσα πολλά, θετικά ή αρνητικά. Που έχεις ζήσει χαρές, που ερωτεύτηκες, που έκανες ό,τι περνούσε από το μυαλό σου, που έκλαψες, που αγκάλιασες, που ξεπέρασες λύπες, που ευτύχισες. Λίγα πράγματα χρειάζονται για να σε σημαδέψουν, να βρουν το δρόμο και να μπουν στην καρδιά σου. Είναι ο τυχαίος συνδυασμός από μέρη, πράγματα κι ανθρώπους. Είναι στιγμές, εικόνες, συναισθήματα.

Εκείνο το μέρος που όμοιό του στο χάρτη δεν υπάρχει. Που είναι το πιο γραφικό από όσα έχεις γυρίσει. Που –και καλύτερα μέρη να συναντήσεις– κανένα δεν έχει φορτωμένα τόσα συναισθήματα μαζί. Που εκεί δεν ήταν τίποτα συμβατικό. Ούτε μονότονο. Που ο ουρανός έμοιαζε να σε ακούει, που το πράσινο ήταν πιο ζωντανό, που οι άνθρωποι φαινόντουσαν πιο οικείοι.

Η αρχιτεκτονική των κτιρίων σε έκανε να νιώθεις σαν στο σπίτι σου και τα φωτάκια της πόλης το βράδυ σου ζωντάνευαν ένα παραμύθι. Που θα μπορούσες να φτιάξεις ένα ζωγραφικό πίνακα μόνο και μόνο επειδή περπάτησες τις γειτονιές του.

Είναι κι εκείνες οι στιγμές που θες να τα παρατήσεις όλα και να βρεθείς ακριβώς εκεί. Να ζήσεις τα ίδια γεγονότα, να πας τις ίδιες βόλτες, να γελάσεις με τις ίδιες ατάκες, να αντικρίσεις τα ίδια πρόσωπα, να χορτάσεις. Να αναπνεύσεις όσο περισσότερο αέρα μπορείς για να τον έχεις μαζί αυτόν τον τόπο. Γυρίζεις πίσω μια μέρα κι είναι όλα όπως τα άφησες.

Εντάξει, μπορεί να έκλεισε το ανθοπωλείο λίγο πιο κάτω από το σπίτι σου, να άλλαξε κι ο ιδιοκτήτης στο γνωστό στέκι, το κατάστημα με τα είδη υγιεινής να έγινε κρεπερί αλλά στην καρδιά σου παραμένει το ίδιο αγαπημένο μέρος. Εκείνο που θα επιστρέφεις, νοερά ή πραγματικά, όποτε έχεις ανάγκη να υπάρξεις εκείνος ο παλιός άνθρωπος, ο ίδιος με τότε, εκείνος που σου λείπει όταν δε νιώθει ελεύθερος.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου