Παιδιά που ξέρουν μόνο να ζητάνε, επειδή δεν άκουσαν ποτέ το «όχι», ως απάντηση. 

Που πρέπει να αποκτήσουν αυτό που τους μπήκε στο μυαλό, πάση θυσία. 

Παιδιά που επιζητούν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, όλων γύρω τους.

Είναι εκείνα τα ίδια παιδιά, που νομίζουν πως είναι αψεγάδιαστα και πως ο κόσμος τους ανήκει.

Έτσι είναι ο χαρακτήρας τους εκ γενετής; Δε νομίζω. 

Δε γεννιόμαστε με χτισμένη προσωπικότητα, κύριοι. Την προσωπικότητα την χτίζουμε στην πορεία. 

Από την παιδική ηλικία, λοιπόν, κύριο ρόλο παίζει η διαπαιδαγώγηση που λαμβάνουμε από το οικογενειακό μας περιβάλλον.

Στην περίπτωση των υπερπροστατευτικών γονέων, δε, αυτών που δεν αρνήθηκαν ποτέ καμία επιθυμία του ακριβοθώρητου καμαριού τους, τα ερεθίσματα είναι ανάλογα. Μην κουραστούν τα σπλάχνα τους, μη ζητήσουν κάποιο παιχνίδι και δεν το έχουν, μη φάνε κάτι που δεν τους πολυαρέσει. 

Εν ολίγοις, οι γονείς που τους ακούς να μιλούν για το παιδί τους, σα να μην υπάρχει τελειότερο ον εν ζωή.

Σειρά έχουν οι παππούδες. 

Χαρτζιλίκι επιπλέον, καλούδια κάθε τρεις και λίγο και όταν ο γονιός μαλώνει το παιδί, εκείνοι επεμβαίνουν σαν σωτήρες, προσφέροντας λύτρωση στο μαλωμένο αγριμάκι, το οποίο τους βλέπει εν τέλει, σαν από μηχανής θεούς και κάθε που το κατσαδιάζουν, τρέχει στον παππού να βρει το δίκιο του.

Μέχρι που φτάνει στο σημείο να μη σηκώνει κουβέντα στο σπαθί του. Το μαλώνουν και αντιγυρίζει την κουβέντα. Του ζητάς κάτι και σε αποστομώνει, αφήνοντας σε απλά να το ζητάς. 

Γιατί αυτά τα παιδιά, έχουν μάθει μόνο να παίρνουν και σε καμία περίπτωση να μοιράζονται. 

Μη φανταστεί κανείς, πως είναι και ποτέ ικανοποιημένα. Μόλις η μία επιθυμία τους εκπληρωθεί, επανέρχονται με νέα αιτήματα.

Η δίψα τους για παραπάνω, είναι φαύλος κύκλος.

Ακόμα και αν όλα τα αιτήματα τους πραγματοποιηθούν, σε ένα ουτοπικό σενάριο, δεν εκτιμούν τον κόπο των οικείων τους. Κατηγορούν τη μάνα τους, που δεν τους πέτυχε το μαλλί και ας τρέχουν εκείνες όλη μέρα, να τους κάνουν τεμενάδες. Μισούν τον πατέρα τους που δεν ήταν κοντά τους και ας δούλευε τριπλοβάρδιες εκείνος, για να μην τους λείψει τίποτε. 

Γυρίζουν τη πλάτη στους παππούδες, όταν δεν έχουν πια ανάγκη την επέμβασή τους, στα λιγοστά παιδικά μαλώματα που δέχονται.

Μελλοντικά, δε, όλοι όσοι συναντούν αυτά τα άτομα, η ιστορία δείχνει ότι τα κατακρίνουν και μιλάνε πίσω από τις πλάτες τους ή ακόμα και μπροστά τους.

Για την κοφτή συμπεριφορά, για την ανάγκη τους να νιώθουν πάνω από όλους, για το ότι τα θέλουν όλα όπως τα θέλουν, για το ότι δεν τα νοιάζει τίποτε και σπάνια γίνονται καλοί φίλοι, επειδή δεν ξέρουν να ακούν, παρά μόνο να μιλάνε.

Και αργότερα, γίνονται αυτοί ενήλικες, που καλούνται να κοινωνικοποιηθούν, μα αδυνατούν να το κάνουν, γιατί δεν ξέρουν να συμπεριφέρονται σε μια κοινότητα όπου όλοι είναι ίσοι και κανείς δεν τους νταχτιρίζει.

Εγώ κατακρίνω τους γονείς. Και τους παππούδες. Και όποιον άλλο τα μεγαλώνει με τέτοιους τρόπους. 

Τι κι αν οι γονείς δεν μπορούσαν να συλλάβουν και μετά από πολλές και αποτυχημένες προσπάθειες τα κατάφεραν; Τι κι αν θέλησαν να κάνουν ένα και μόνο παιδί, για να μπορούν να ρίξουν όλη τους την προσοχή επάνω του; Τι και αν οι ίδιοι οι γονείς ένιωσαν αδικημένοι από τους γονείς τους και δε θέλουν το καμάρι τους να νιώσει το ίδιο;

Υπάρχει πάντα η μέση λύση. Τα άκρα κανέναν δεν ωφέλησαν, σε τέτοιες περιπτώσεις.

Και οι γονείς των γονιών, στο ίδιο μοτίβο. 

Ας έχουν ένα και μόνο παιδί και ξέρουν πως δεν θα δουν άλλα εγγόνια; Δεν τους δικαιολογώ για την, υπέρ του δέον, φροντίδα, ούτε που επεμβαίνουν όταν μιλούν οι γονείς, με σχόλια του στυλ: «άσε το παιδί». 

Τα παιδιά που μεγαλώνουν έτσι, οπλίζονται με λάθος εφόδια, με αποτέλεσμα να γίνονται, συνήθως, αντιπαθείς άνθρωποι. 

Δυσκολεύονται, πολλές φορές, να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της ζωής.

Είναι λεπτή η γραμμή, που κρατάει τις ισορροπίες. 

Το παιδί, θέλει οπωσδήποτε να του αφιερώσεις χρόνο, να του αγοράσεις παιχνίδια και να του κάνεις τα χατίρια. Να το παραχαϊδέψεις και λίγο, βρε αδελφέ.

Πρέπει, όμως, να του μάθεις και πώς να συμπεριφέρεται, χωρίς υπερβολές. Και όσο αφορά πιο ακραία σενάρια, όπου –χτύπα ξύλο– κάποια στιγμή πάθουν κάτι οι γονείς και δεν είναι πια στο πλάι του, να μπορεί να τα βγάλει πέρα.

Διότι, όταν ξεπερνιούνται τα όρια, η ζυγαριά στραβώνει και ρίχνει το βάρος από την μία μεριά. 

Η πλήρης εγκατάλειψη ή η υπερβολική προσοχή –τα δύο άκρα δηλαδή– γεννούν κόμπλεξ και σηκώνουν απόρθητα τείχη, πίσω από τα οποία κρύβονται τα άτομα που έχουν τύχει τέτοιας αντιμετώπισης. 

Ομως, υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις. Περιπτώσεις ανθρώπων, που ανεξάρτητα με το πώς μεγάλωσαν, εκτίμησαν όσα τους δόθηκαν στην πορεία της ζωής τους. Που ξέρουν να δίνουν όπως πήραν και μαγκιά τους.

Προς αποφυγήν των άκρων, ο γονέας πρέπει να φέρεται στο παιδί του, όπως αρμόζει, τουτέστιν, με μέτρο. Να ασχολείται, να μιλάει και να δίνει όσα πρέπει. Και αν του δώσει παραπάνω, δεν τρέχει κάτι, αρκεί να του μάθει να το μοιράζεται.

Να μάθει να δίνει, όχι μόνο να παίρνει. 

Και μην το μοιραστεί μόνο με αυτούς που δεν έχουν, το ίδιο να κάνει και με αυτούς που έχουν, δίνοντας το καλό παράδειγμα, μπας και πάρουν και του λόγου τους, μπρος.

Συντάκτης: Μαριάννα Κουρούπη