Πέρασαν περίπου τέσσερα χρόνια από τότε που γνωριστήκαμε, τρία από τότε που αρχίσαμε να μένουμε μαζί και επτά μήνες από τότε που άρχισαν οι πρώτες μου αϋπνίες. Ναι, τα μετράω όλα. Μα κυρίως όλα εκείνα που δεν μπορώ να σου πω, κι όλα εκείνα που δεν μπορείς να καταλάβεις από μόνος σου.

Όταν σε παίρνει ο ύπνος, την ώρα που επιτέλους μπορώ να νιώσω ελεύθερη, αναλογίζομαι τι μας έχει συμβεί. Πόσο συμβιβάζομαι.

Όλοι κάνουν το ίδιο λάθος, ξανά και ξανά. Λες και τους χαρίζεται ο άλλος με τα χρόνια, ή λες και θα είναι για  πάντα εδώ. Η στιγμή μοιάζει να χάνει την αξία της. Η οικειότητα που αναπτύσσεται μοιάζει να τρέφει μια παράξενη περιφρόνηση. Οι ματιές θολώνουν, τα αγγίγματα σχεδόν πονάνε. Με το χρόνο αλλάζουν όλα, λένε.

Μα δεν ευθύνεται αυτός. Ο χρόνος δεν υπάρχει. Ούτε καν περνάει ο χρόνος· εμείς περνάμε.

Φταίει που που τεμπελιάσαμε, που βολευτήκαμε σε μια ρουτίνα, που ούτε καν μας εξυπηρετεί. Φταίμε εμείς που παρατήσαμε τους εαυτούς μας και τους φίλους μας. Τα ατομικά μας όνειρα.

Αγαπώ την ηρεμία μα μισώ τη ρουτίνα, όπως μισώ και όλους αυτούς που πέφτουν στην παγίδα αυτή. Και σε σένα μισώ που μας παρασύρεις μέσα σ’ αυτήν.

Στο είχα πει από την αρχή, μην κάνεις το λάθος που έκαναν όλοι οι προηγούμενοι. Γι’ αυτό έγιναν προηγούμενοι.

Όταν ξαπλώνεις τα βράδια κουρασμένος και αδιάφορος, δε με πιάνει ύπνος. Έχω ένα βάρος μέσα μου που με πλακώνει, ασήκωτο. Τα μάτια μου υγραίνονται. Σχεδόν απελπίζομαι. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, στις μύτες των ποδιών μου και καθώς βγαίνω από το υπνοδωμάτιο σε κοιτάζω να κοιμάσαι γαλήνιος. Μοιάζεις με ξένο, θέλω να σου φωνάξω «ξύπνα». Ξέρω όμως ότι δεν θα καταλάβεις. Θα μου πεις, «ηρέμησε, πέσε να κοιμηθείς είναι αργά».

Και είναι αργά. Σχεδόν δύο το πρωί, κάθομαι μ’ αυτές τις σκέψεις στο παράθυρο και καπνίζω. Το στόμα πικραίνεται από τη νικοτίνη και τις κακές σκέψεις. Με πονάει αυτό το κενό μεταξύ μας, μου λείπει η μαγεία, μου λείπει κι αυτό που είχα, να μην συμβιβάζομαι. Μου λείπεις κι εσύ.

Καμιά φορά σου μιλάω κι ας μην είσαι εκεί, «όσο κι αν σ’ αγαπώ, όλο αυτό με κάνει να υποφέρω. Δεν μπορώ να το αλλάξω μόνη μου ή να το προσπεράσω, βοήθησε με». Συνεχίζω όμως κάθε μέρα να συμμετέχω σε αυτή τη κατάσταση. Από αγάπη λέω, αλλά ξέρω πως είναι περισσότερο από φόβο.

Ένας θεός ξέρει πόσο αβάσταχτο είναι αυτό, άντε και μια φίλη, που όλο μου λέει να σου μιλήσω. Πόσα λόγια να πω, στέρεψα. Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν τα λόγια, μόνο τις πράξεις καταλαβαίνουν. Με τα πολλά λόγια κλείνονται, κουράζονται. Έτσι, επιλέγω να παραμένω μόνη σε ένα παιχνίδι για δύο, κάνοντας υπομονή ή μάλλον δείχνοντας ανοχή. Τόσο κουτή έχω γίνει.

Υποφέρω για ακόμα μια ώρα και σέρνομαι πίσω στο κρεβάτι κουρασμένη και αποφασισμένη να προσπαθήσω περισσότερο αύριο. Σε ξανακοιτάζω, σε φιλάω στη πλάτη και προσπαθώ να φέρω τα χέρια σου επάνω μου να με αγκαλιάσεις. Ακόμα κι αν αύριο είμαστε πάλι έτσι, ή και λίγο χειρότερα, εγώ πάλι θα σ’ αγαπώ το ίδιο.

Η επόμενη νύχτα μοιάζει με την προηγούμενη. Κι αυτή ίδια με όλες τις άλλες. Εγώ να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, να πηγαίνω στο παράθυρο, να δακρύζω, να ανάβω τσιγάρο και οι σκέψεις να με πνίγουν.

Φαντάζομαι για λίγο τι θα γινόταν αν ξυπνούσες, αν ερχόσουν εδώ και χωρίς λόγια γέμιζες με φως το σκοτάδι.

Δεν έχω απάντηση, μέχρι που σ’ ακούω να πλησιάζεις ξυπόλυτος.

Συντάκτης: Ελεωνόρα Μπούσουλα