Μιλάμε πολλές φορές για μίσος και προσπαθούμε να το εξηγήσουμε ξεκινώντας με αυτή την απλοϊκή (σχεδόν) ερώτηση «γιατί οι άνθρωποι μισούν;» καλύπτοντας την αντιπάθεια και την απέχθεια που νιώθουμε για κάποιο άτομο. Αλλά με αυτόν τον γενικό όρο, βαφτίζουμε τα κρυμμένα συναισθήματά μας. Μισούμε γιατί φθονούμε. Μισούμε γιατί ζηλεύουμε. Μισούμε το καλύτερο. Μισούμε το χειρότερο- είναι εύκολο άλλωστε. Μισούμε τη διαφορετικότητα- όποια κι εάν είναι αυτή. Μισούμε την υποκρισία μα κάπου κάπου τη χρησιμοποιούμε και εμείς. Μισούμε την ανηθικότητα μα κανείς μας δε μιλάει για τις αξίες του. Μισούμε πολλές φορές την αγάπη.
Το μίσος μας πυροδοτεί, μας δίνει μια αίσθηση παντοδυναμίας και κυριαρχίας πάνω στον άλλον· «σε μισώ άρα μπορώ να σου κάνω ό,τι θέλω». Έτσι ίσως θα σκέφτηκε και η γυναίκα που έκαψε το πρόσωπο της Ιωάννας Παλιοσπύρου κι άφησε το «αποτύπωμα» στο θύμα της για πάντα. Η Έφη Κακαρατζούλα είχε εμμονή με την εν λόγω κοπέλα, την παρακολούθησε θεωρώντας πως είχε σχέση με τον τότε ερωτικό της σύντροφο -κάτι που διαψεύστηκε- κι αποφάσισε πως πρέπει να «πληρώσει», να τιμωρηθεί για την πιθανότητα που υπήρχε να είχαν αυτοί οι δύο σχέση. Ήταν γνωστές με συγγενικό της πρόσωπο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έκαναν άψογα τη δουλειά τους, η μαύρη αγορά λειτούργησε υπέροχα, το υγρό βρέθηκε στα χέρια της κατηγορουμένης και το προμελετημένο σχέδιό της λειτούργησε κατά γράμμα.
Εξάλλου, δεν ήθελε να την αποτελειώσει, όπως είπε, παρά μόνο να την τραυματίσει, εάν αυτό αποτελεί κάποιου είδους ελαφρυντικό. Ζήτησε όμως «συγγνώμη» και μέσα της και στο δικαστήριο· οπότε για εκείνη μπορεί να μην είναι άμοιρη ευθυνών αλλά τουλάχιστον νιώθει εντάξει με τον εαυτό της. Παρ’ όλο που όταν διαβάζουμε ολοένα και περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση αυτή, η απορία είναι: πώς μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει μια τόσο αποτρόπαιη πράξη σε έναν άλλον και να παραμένει ψύχραιμος;
Κι αν δεν την αποτελείωσε, τη στιγμάτισε. Από τη στιγμή που της συνέβη αυτό έπαψε στο μυαλό μας να είναι η Ιωάννα η φίλη, η κόρη, η αδερφή, η συνάδελφος, η σύντροφος, η γυναίκα κι έγινε η Ιωάννα με το βιτριόλι κι οι παραπάνω ιδιότητες χρησίμευσαν μονάχα στα κανάλια για να εγείρουν συναισθήματα κι όχι για να μιλήσουν επί της ουσίας για το ζήτημα της έλλειψης ταυτότητας. Ήταν ένα έγκλημα από γυναίκα σε γυναίκα, σε μια μεσαιωνική εποχή όπου αντί να αλληλοϋποστηριζόμαστε μεταξύ μας και να προστατεύουμε η μία την άλλη, λειτουργούμε παρορμητικά και εκδικητικά.
Θέλουμε να δούμε την άλλη γυναίκα να υποφέρει, επειδή (στην περίπτωση αυτή) μάς «πήρε τον άνδρα» λες κι είναι κάποιο κτήμα για το οποίο πρέπει να μαλώσουμε, επιθυμούμε να διεκδικήσουμε τον άλλον με κάθε κόστος μήπως και μ’ αυτή τη διεστραμμένη εκδήλωση αγάπης διαλέξει εμάς. Το υπόβαθρο της νοσηρής ψυχικής υγείας της κατηγορουμένης, όπως και ο παραλογισμός και η ψύχωση, πυροδότησαν και τις αντιλήψεις της περί αυτοδικίας. Είχε δικαίωμα πάνω της γιατί είχε μια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό της για τα γεγονότα. Αισθανόταν ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε άλλο κι είχε συσσωρευμένο θυμό σε ό,τι αφορούσε εκείνη. Είναι κι αυτή θύμα του εσωτερικευμένου μισογυνισμού που υπάρχει στην κοινωνία και καλλιεργεί την έχθρα ανάμεσα στις γυναίκες.
Ποτέ δε χρειάζονται πολλά για να γίνει ένα τραγικό συμβάν, παρά μόνο να υπάρχει μέσα μας η πιθανότητα, η δυνατότητά μας να βλάψουμε έναν άνθρωπο και να μη χρειαστεί τις περισσότερες φορές να λογοδοτήσουμε γι’ αυτό. Η ευκαιρία των γυναικών να αποδείξουν σε μια ανδροκρατική κοινωνία πως είναι πιο σκληρές από τους άνδρες, πως μπορούν κι εκείνες να γίνουν κακές εάν το θελήσουν και προ πάντων να προειδοποιήσουν τις άλλες πως είτε πρέπει να συμμορφώνονται με τους άγραφους αυτούς κανόνες, είτε να γίνουν θύματα. Παρατηρούμε έντονα την πεποίθηση πως η καλοσύνη είναι αδυναμία, η γυναίκα που είναι καλοπροαίρετη και δεν προκαλεί προβλήματα κινδυνεύει· η γυναίκα πρέπει συνεχώς να (επι)φυλάσσεται, όχι μονάχα από τον σύντροφό της μα κι από τις υπόλοιπες, πρέπει να υψώνει τείχη.
Καλλιεργείται με αυτόν τον τρόπο, ένα καθόλου αόρατο μίσος το οποίο πηγάζει από την ανάγκη της γυναίκας αυτής για κυριαρχία επί του εαυτού της. Πίστεψε πως έχασε τον έλεγχο με τον σύντροφό της κι ήταν καθήκον της να πράξει αναλόγως. Στην πραγματικότητα, μάλλον ένιωσε πως και η ίδια χάνεται μέσα από εκείνον, γιατί η γυναίκα ως ον έχει μάθει να προσδιορίζεται από τον άνδρα της: από το όνομά της μέχρι και την κοινωνική της υπόσταση. Πονούσε γιατί συγκρίθηκε δίχως λόγο κι αιτία, ένιωθε λιγότερη από εκείνη, την άγνωστη άλλη· μόλις η τελευταία απέκτησε πρόσωπο, υπόσταση, κατάλαβε πως έπρεπε να την εξαφανίσει. Καθόλου τυχαίο πως επιτέθηκε κυριολεκτικά στο πρόσωπό της.
Ήθελε να τη σπιλώσει, να τη διαγράψει και να τη μολύνει για πάντα. Μολύνω σημαίνει τροποποιώ, αγγίζω, εξουσιάζω πάνω σε κάτι σημαίνει μολύνω, κατέχω δύναμη σημαίνει μολύνω (Σιμόν Βέιλ) και η εκδίκηση είναι ένας βούρκος που εύκολα βυθίζουμε πρώτα τον εαυτό μας και μετά τους άλλους, μπαίνουμε μέσα ηθελημένα κι εξοικειωνόμαστε με τη σαπίλα που επικρατεί γύρω μας και κυρίως μέσα μας. Δίχως να αντιλαμβανόμαστε τη φθορά που πραγματοποιείται από τη στιγμή που αισθανόμαστε θεοί. Πως έχουμε δικαίωμα πάνω στον άλλον για να πράξουμε όπως εμείς θεωρούμε καταλληλότερο, χανόμαστε, εκπίπτουμε και τότε γινόμαστε λίγοι. Λίγοι μπροστά σε όσα θα μπορούσαμε να είμαστε και να νιώσουμε, να καταφέρουμε και να πετύχουμε.
Όλοι εν δυνάμει μπορούμε να βλάψουμε ψυχολογικά ή σωματικά τον άλλον, μα εάν επιλέγουμε κάθε φορά που έχουμε αρνητικά συναισθήματα για κάποιον να του επιτιθόμαστε, τι μας διαχωρίζει ουσιαστικά από τα ζώα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου