«Είναι πιο εύκολο να δέσεις τον άνθρωπο με αλυσίδες παρά να του τις βγάλεις, όταν οι αλυσίδες αυτές δίνουν κάποια υπόληψη.» Μπέρναρντ Σω

Οι γυναίκες έχουν υπόληψη -ή τουλάχιστον έτσι λέγεται στις ανεπτυγμένες χώρες – ως κόρες, ως σύζυγοι, ως μητέρες, ως φροντιστές της πατροπαράδοτης, θρησκευόμενης οικογένειας. Υπόληψη στην περίπτωσή τους σημαίνει να κατασκευάζεται μια εικόνα για κάθε προνομιούχο άνδρα που προβάλει αυτή την αντίληψη αλλά και για κάθε καταπιεσμένη γυναίκα που την υιοθετεί. Να φαίνεται θεωρητικά πως η γυναίκα που έχει γεννηθεί γυναίκα, αφού κάθε άλλη εκδοχή θεωρείται σκανδαλώδης, είναι σημαντική. Να δείχνουμε πως τη φροντίζουμε παραπάνω από τους άνδρες, πως θέλουμε το καλύτερο για εκείνη κι επειδή διαβιώνουμε μέσα στις κοινωνίες όπου η αξία και η ποιότητα ισούται με το χρήμα, αποδεικνύουμε πως τις προστατεύουμε με πιο ακριβά προϊόντα- άρα και καλύτερα;

Ο επονομαζόμενος σεξιστικά «ροζ φόρος» αντιπροσωπεύει την (ανούσια) αύξηση στις τιμές των γυναικείων προϊόντων, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με την προσωπική υγιεινή, τα ρούχα και τα καλλυντικά, έναντι των ανδρικών. Αποτελεί ουσιαστικά μια οικονομική διάκριση λόγω φύλου. Στερεοτυπικά πιστεύουν πως οι γυναίκες ασχολούνται περισσότερο με αυτά τα θέματα ή τις αναγκάζουν υποσυνείδητα να ασχοληθούν με αυτά. Τα ποσοστά των πρώτων είναι τριπλάσια σε τιμή αναλογικά με των δεύτερων, παρόλο που αφορούν το ίδιο ακριβώς αντικείμενο αλλά φυσικά διαφοροποιείται το πρόσωπο στο οποίο κατευθύνεται η αγορά- οι γυναίκες.

Το νευρο-μάρκετινγκ που ασχολείται με αυτόν τον τομέα, φροντίζει να χρησιμοποιεί παιδικά πρόσωπα, εικόνες ηρεμίας και πιο «κοριτσίστικα» χρώματα, όπως το ροζ και τις αποχρώσεις του, αποφεύγοντας το μπλε που είναι κατεξοχήν το χρώμα των αγοριών. Όλα αυτά γίνονται για να δημιουργήσουν στις γυναίκες θετικά συναισθήματα θαλπωρής, ίσως και να τους δώσουν το μήνυμα πως πρέπει να γίνουν και μητέρες ενώ στους άνδρες στοχεύουν περισσότερο στο να τους τονώσουν το ηθικό με εικόνες δράσης, κίνησης, έντασης κι άλλων προτύπων που τους αυξάνουν την αυτοπεποίθηση κι ενισχύουν την πατριαρχικά δοσμένη ιδέα πως πρέπει να παραμείνουν κυρίαρχοι. Σε αυτή τη ζούγκλα των καθημερινών αγορών και των κοινωνικών επιταγών, βάζουν τη γυναίκα γι’ ακόμη μια φορά στο περιθώριο και με τον φόβο πως θα ακουστούν πάλι σαν κινδυνολογήματα και γυναικείες παραξενιές, σωπαίνουν.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα παρατηρείται όμως στα προϊόντα της περιόδου· διόλου περίεργο αυτό, αφού δεν αφορά την πλειοψηφία των ανδρών, οπότε η «κοινή λογική» τους λέει «γιατί να ασχοληθούμε με αυτό;». Όντως, κανένας άνδρας δεν είχε προτείνει να παρέχονται δωρεάν τα είδη αυτά, δεδομένου μάλιστα πως 1 στις 4 κοπέλες αδυνατεί να καλύψει τα έξοδα για να τα αγοράσει- πολλοί άλλωστε κάνουν λόγο για τη «φτώχεια της περιόδου» κι αναφέρονται ακριβώς σε αυτό το γεγονός.  Μια βουλευτής του Εργατικού Κόμματος στη Σκωτία, η Μόνικα Λένον, ήδη από το 2016, πρότεινε να διανέμονται δωρεάν σερβιέτες και ταμπόν για τα κορίτσια, ένα σχέδιο το οποίο υλοποιήθηκε μόλις ένα χρόνο πριν κι έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις. Η Σκωτία αποτελεί την πρώτη χώρα που έχει θεσπίσει αυτό τον νόμο, μα εάν κοιτάξουμε καλύτερα στο νομικό πλαίσιο, τίποτα άλλο δεν υποδηλώνει πως υπάρχει κάποια πρόθεση να καταστεί ομοσπονδιακά και παγκόσμια αυτή η πρωτοβουλία.

Τα προϊόντα της περιόδου θεωρούνται στη Σκωτία, στη Μεγάλη Βρετανία και σε πολλές άλλες χώρες, προϊόντα πολυτελείας κι αναμενόμενο είναι να κοστολογούνται αναλόγως. 800 εκατομμύρια γυναίκες έχουν έμμηνο ρήση και με βάση αυτή τη λογική η «φύση» τους θεωρείται πολυτέλεια. Η γυναίκα μαθαίνει από νωρίς την αντίληψη πως η ύπαρξή της «κοστολογείται» ακριβά. Πόσο κοστίζει εν τέλει να είσαι γυναίκα;

Για ακόμη μια φορά, οι αρχηγοί του κόσμου -που τυχαίνει να είναι άνδρες- κλείνουν τα μάτια και δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Αντιθέτως αφήνουν ανεξέλεγκτα ελεύθερους, τους αντίστοιχους κεφαλαιοκράτες ν’ αποφασίζουν για το πόσο ακριβό πρέπει να είναι ένα είδος υγιεινής που αφορά τη γυναίκα και οι συγκεκριμένοι να είναι πάλι άνδρες. Ελάχιστες εξαιρέσεις, διάσπαρτες, φαίνονται σαν μια κάποια πιθανότητα για αλλαγή που όμως καταρρίπτονται γρήγορα και βίαια. Η ίδια η φύση της αγοράς και του ανταγωνισμού είναι τόσο σκληρή που δεν αφήνει περιθώρια για λάθη, λάθη που στερούν την επιβίωση.

Κανείς δε μιλά, παρά μόνο ορισμένες δακτυλοδεικτούμενες φεμινίστριες, για τις λοιμώξεις και τα προβλήματα της περιόδου, για την έλλειψη γνώσης που υπάρχει γύρω από το θέμα αυτό και τις λανθασμένες ιδέες που έχουν καλλιεργηθεί στην κοινωνία με τη βοήθεια της πατριαρχίας και της εκκλησίας. Η γυναίκα θεωρείται ακάθαρτη κατά την περίοδο που έχει έμμηνο ρύση, οπότε δεν μπορεί να μεταβάλει λόγω σεβασμού κι ευλάβειας. Γιατί το αίμα αυτό αποβάλλει τα «βρώμικα» στοιχεία από τον οργανισμό, άρα κι εκείνη είναι βρώμικη; Κατά την άποψή τους, επικρατεί αυτή η αντίληψη και την έχουν περάσει και στα μικρότερα παιδιά, οπότε υπάρχει κι η αντίστοιχη μισαλλοδοξία και λάθος αντιμετώπισή τους, η οποία περιλαμβάνει κυρίως τον χλευασμό απέναντι στα κορίτσια και στην πρόκληση ντροπής.

Όλα αυτά οδηγούν ομαλά στην αποδοχή του ροζ φόρου από τις γυναίκες γιατί νιώθουν υποχρεωμένες να το κάνουν. Υπάρχει η εναλλακτική του να μην έχουν καθόλου. Συμβιβάζονται με αυτήν την υπερβολή που ξέρουν πως είναι άδικη, αλλά τι μπορούν να κάνουν στην τελική αφού όλα εξαρτώνται από το τι θα υποδείξει η πατριαρχία; Έχουν τη δύναμη να διεκδικήσουν κι ίσως είναι η καταλληλότερη στιγμή να το κάνουν.

Δεν έχουμε ανάγκη από διακηρύξεις και πολιτικές που υπόσχονται το ακατόρθωτο, έχουμε ανάγκη από εφαρμοσμένους νόμους, ανθρώπους που μιλούν για τις αδικίες, για την παραπληροφόρηση και για τον ρατσισμό που υφίστανται οι γυναίκες σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Κανένας δε θα πρέπει να διαχωρίζεται σε «μπλε» και σε «ροζ», σε δυνατούς κι αδύναμους, σε προνομιούχους κι ικέτες, σε ανθρώπους τάξεως Α και σε ανθρώπους τάξεως Β.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου